Κεφάλαιο 54

191 35 3
                                    

Πάτησε καταχαρούμενη το κουδούνι της οικείας Θεμιστοκλέους. Αυτό το πράγμα δεν ήταν μόνο οικεία βασικά... ήταν μια τεράστια βίλα την οποία έβλεπε πρώτη φορά στην ζωή της. Σπίτι προστατευμένο, μ'έναν τεράστιο φράχτη γύρω, απομονωμένο θα έλεγε από τα υπόλοιπα οικίσματα της Νεάπολης. 

Εκείνο το 'θηρίο' βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην θάλασσα, ήταν διώροφο και από τα κάγκελα της εξώπορτας έβλεπε μονάχα ένα συγκεκριμένο μέρος του κήπου, αυτό με τις ζερμπέρες, τις ορχιδέες και τους κατιφέδες, ήταν εμφανές ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα λουλούδια.

Ένας παράξενος άντρας με μαύρη στολή πλησίασε την Μίνα.

-Καλημέρα., του είπε εκείνη. Είναι εδώ η Μαρία;

-Καλημέρα. Μου λέτε το όνομα σας;

-Μίνα Παπαγεωργίου, να της πείτε ξέρει αυτή...

Την φωνή της, διέκοψαν άγρια γαυγίσματα σκύλων, που την έκαναν ασυναίσθητα να πεταχτεί προς τα πίσω, δυο βήματα.

-Α, συγγνώμη έχουμε τρια ροντ βαιλερ, δεν είναι τίποτα τα κρατάμε δεμένα. Περίμενετε λίγο.

Ο άγνωστος έκλεισε την καγκελόπορτα και χάθηκε μέσα στο τεράστιο σπίτι. Εκείνη ξεφύσησε κι έμεινε να περιμένει, χτυπώντας το πόδι της ανυπόμονα. Μέχρι που είδε την Μαρία. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της.

-Μαρία! Ήρθα!

-Κορίτσι μου, καλώς όρισες. Έλα πάμε μέσα να τα πούμε.

-Ε... ο κύριος και η κυρία Θεμιστοκλέους;

-Δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή, βρίσκονται στο νοσοκομείο, βλέπεις κάτι έπαθε η κόρη τους και τρέχουν τώρα. Θα τους δεις σε τέσσερις μέρες, όμως.

Η απογοήτευση της Μίνας ήταν εμφανής.

-Έλα παιδάκι μου, πάμε μέσα να δεις το σπίτι. Αύριο μεθάυριο θα δουλεύεις εδώ.

-Δεν είμαστε σίγουροι.

-Είμαστε, είμαστε. Τόσο καλό κορίτσι και προκομμένο πως να μην το πάρουν, βλακείες θα λέμε τώρα; Αιντε παιδί μου, ακολούθησε με. Να δεις σπιταρόνα, θα ξετρελαθείς!

Από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε σ' έναν τεράστιο χώρο, το χωλ του σπιτιού με ελάχιστα έπιπλα, ένα γυάλινο τραπεζάκι με ένα πράσινο πορσελάνινο βάζο, πανάκριβος πίνακας που απεικόνιζε κοριτσάκι σε ηλικία οχτώ ετών (να 'ταν αυτή η κόρη του Θεμιστοκλέους;) και μια τζαμαρία που χώριζε το χωλ από το καθιστικό. Ντρεπόταν που πατούσε με τα λερωμένα παπούτσια της το κατακόκκινο χαλί, που πρέπει να στοίχιζε μια περιουσία.

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now