Κεφάλαιο 11

266 63 12
                                    

Το ουρλιαχτό της, σπαρακτικό, αντήχησε σε όλο το σπίτι. Αυτή η εικόνα...πέρα από κάθε λογική. Η Μαρία από πίσω της, που μετακινούσε το αναπηρικό καροτσάκι έστεκε ακίνητη σαν άγαλμα, με τα μάτια κολλημένα πάνω σε εκείνο το φριχτό θέαμα.

Σαν να πέρασε μια αστραπή από μπροστά του, ξαφνικά ο Αλέξανδρος πετάχτηκε και προχώρησε προς τη μπανιέρα με γρήγορες κινήσεις. Μέσα, σ' ένα λούτρο αίματος, κειτόταν το κορμί της κόρης του με το πρόσωπο χλωμό, τα μαλλιά βρεγμένα και κολλημένα στο πρόσωπο της και το νυχτικό να μουλιάζει μέσα στο αίμα. Κάπου πρόχειρα πεταμένο, στο πάτωμα ένα ξυραφάκι. Δεν χρειαζόταν πολλή φαντασία, για να καταλάβει κανείς τι είχε προηγηθεί.

-Φωνάξτε γρήγορα ένα ασθενοφόρο, μη κάθεστε!, φώναξε και η Μαρία με την Έρση σκοτώθηκαν να κάνουν αυτό που τους είπε. Ο Αλέξανδρος έσκυψε και σήκωσε την Ερωφίλη στην αγκαλιά του. Την τύλιξαν με πετσέτες, την ξάπλωσαν στο κρεβάτι της, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία από τις φλέβες. Το κορίτσι είχε χάσει πολύ αίμα.

Ακριβώς δίπλα η μητέρα της, έγειρε στα ξαφνικα πάνω στο αναπηρικό καρότσι. Λιποθύμησε.

-Όχι, τώρα ρε γαμώτο! Όχι. Μαρία!

Η Μαρία έφερε σε χρόνο μηδεν ένα μαντήλι με άρωμα, για να συνέλθει η Λήδα. Πέρασαν αρκετά λεπτά, χωρίς να έχει έρθει το ασθενοφόρο. Η ανάσα του Αλέξανδρου γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο κοφτή.

-Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να περιμένω μέχρι να έρθουν, θα μου πεθάνει στα χέρια! Παύλο, ετοίμασε το αμάξι, φεύγουμε για το νοσοκομείο., έδωσε τη διαταγή.

Ο νεαρός άντρας εξαφανίστηκε από τα μάτια τους...

                                                                          ***

Δέκα λεπτά αργότερα έμπαιναν στο νοσοκομείο. Η νοσοκόμα, της εφημερείας, μόλις τους είδε, έβγαλε μια κραυγή και ύστερα έτρεξε να φωνάξει τον γιατρό, Τσουτσούνη. Τρεις νοσοκόμοι έβαλαν την Ερωφίλη στο φορείο και ύστερα χάθηκαν πίσω από τις πόρτες του χειρουργίου.

Ο Αλέξανδρος την είχε στήσει έξω από το γραφείο του γιατρού. Μόλις εκείνος βγήκε, έπεσε πάνω του.

-Δεν ξέρω τι θα κάνεις! Κόψε τον λαιμό σου, δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου, πίστεψε με. Αλλά σώσε την, να χαρείς ότι αγαπάς. Κι εγώ θα σου χρωστάω χάρη...

Ο γιατρός τον κοιτούσε τρομοκρατημένος. Μπροστά του στεκόταν αναμφίβολα ένας τρελός, που νόμιζε ότι οι γιατροί είναι κάποιου είδους θεότητες. Τι κάνει ο πόνος και ο φόβος της απώλειας στους ανθρώπους... τους μετατρέπει σε θηρία. Αυξάνει την αδρεναλίνη και η ένταση φρενάρει τη λογική. Εδώ κυριαρχεί μόνο το συναίσθημα.

Απώλεια {TYS17}Opowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz