Κεφάλαιο 52

183 39 17
                                    

-Εξαφανίστηκε; Πως εξαφανίστηκε, τι λες Έρση;

-Δεν ξέρω κυρία. Μπήκα στο δωμάτιο της, να την ξυπνήσω και δεν την βρήκα εκεί!, η κοπέλα κλαψούριζε τρομαγμένη.

-Συνέχεια κάτι γίνεται, κάτι παθαίνουμε! Στείλε τον Λέανδρο και τον Παύλο να ψάξουν στη γειτονιά, τώρα αμέσως. Ας μην πάρω τηλέφωνο την αστυνομία ακόμα, μπορεί να είναι κάπου εδώ γύρω.

-Μάλιστα κυρία.

-Περίμενε! Χθες το βράδυ, ήταν κανονικά στο δωμάτιο της;

-Ναι, την είδα να μπαίνει.

-Πως έφυγε μωρέ, αφού εμείς κάθε βράδυ κλειδώνουμε τη πόρτα; Αχ Θεέ μου, δεν αντέχω άλλο, έχουν πέσει πολλά μαζεμένα τον τελευταίο καιρό. Λοιπόν, πήγαινε κάνε αυτό που σου είπα κι αν γίνει κάτι, έλα να μου το πεις. Τρέχα!

Η Λήδα έμεινε ακίνητη, να κοιτάζει μπροστά της το κενό. Μισούσε αυτή την αγωνία, μισούσε αυτό το συναίσθημα που της πάγωνε την καρδιά. Για ακόμα μια φορά, ένιωσε άχρηστη, κυρίως λόγω της αναπηρίας της.

                                                                                            ***

Η Ερωφίλη φορούσε μια μαύρη ζακέτα, με κουκούλα, κρατούσε σκυμμένο το κεφάλι και περπατούσε χωρίς να κοιτάζει κανέναν. Οι περαστικοί την προσπερνούσαν αδιάφορα, γιατί να στρέψουν τη προσοχή τους σε ένα δεκατετράχονο κοριτσάκι; 

Είχε πάρει μαζί της κάμποσα λεφτά, για ώρα ανάγκης. Πάνω της δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από πενήντα ευρώ και ένα σακίδιο με προμήθειες φαγητού, για ώρα ανάγκης. Θα μπορούσε λοιπόν, να πάει στη Λευκωσία, να βρει ένα διαμέρισμα εκεί και να μείνει μόνιμα.  Ίσως έβρισκε και δουλειά στα μέτρα της.

Το ταξίδι ήταν περίπου μια ώρα, από τη Νεάπολη στη Λευκωσία. Είχε αποφασίσει, για να μην ταλαιπωρηθεί, να πάρει το ΚΤΕΛ. Η κυρία στον γκισέ την κοιτούσε κάπως περίεργα όταν πήγε να ζητήσει τα εισητήρια, μα δεν μίλησε, μονάχα πήρε τα λεφτά.

Ήταν έτοιμη να φύγει επιτέλους, να μετακομίσει στη πρωτεύουσα και να ανοίξει τα φτερά της, αφήνοντας πίσω στο χθες ότι την στενοχωρεί. Γιατί οι γονείς της, την στενοχωρούσαν που καβγάδιζαν συνεχώς, που δεν είχαν χρόνο για εκείνη και τον τελευταίο καιρό την είχαν αφήσει πάλι στην τύχη της. Ήταν φως φανάρι πως είχαν τσακωθεί και μάλιστα άσχημα μεταξύ τους, η Ερωφίλη πάντα φοβόταν ότι οι γονείς της μια μέρα θα χώριζαν.

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now