Κεφάλαιο 31

218 51 8
                                    

Τώρα
-Γιατί δεν με έδωσες στην αστυνομία Λήδα; Αφού είχες καταλάβει πως εγώ είμαι ο δολοφόνος.
-Δεν βρήκα τη δύναμη να το κάνω γιατί εν μέρει έφταιγα κι εγώ για τα εγκλήματα. Άκου, ότι και να έγινε εμείς ήμαστε αδερφές. Ντρέπομαι πολύ για τις πράξεις μου, αλήθεια ντρέπομαι και μετανιώνω. Σου ζητώ συγχώρεση, αν μπορείς δηλαδή να με συγχωρέσεις κάποτε.
-Ποτέ!, φώναξε η Ρεβέκκα.
-Εντάξει, εντάξει. Όπως θες. Πάντως εγώ και πάλι δεν θα σε δώσω στην αστυνομία, μόνο μια χάρη θα σου ζητήσω: μην πεις σε κανέναν για τη σχέση μου με τον Δημήτρη.
-Αυτό αδερφούλα θα το αποφασίσω εγώ. Καμία χάρη δεν σου κάνω, τελείωσαν οι χάρες σου. Και που σε ανέχομαι τώρα, πολύ σου είναι. Σε λίγο ούτε αυτό δεν θα γίνεται...
-Το σκέφτεσαι να κάνεις;
-..., η Ρεβέκκα την κοίταξε στα μάτια μ' εκείνο το ψυχρό, σμαραγδένιο βλέμμα, χωρίς να πει κάτι όμως.
-Αν θες φύγε! Μη με κοιτάζεις έτσι, σου είπα να φύγεις. Μπορείς να το σκάσεις, να πας σε άλλη χώρα και να μη σε βρει ποτέ κανείς.
Η Ρεβέκκα γέλασε με τη καρδιά της.
-Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω! Μεγάλο κορίτσι είμαι πια, ξέρω ότι κινδυνεύω να με πιάσουν. Νομίζεις ότι θα κάτσω για πολύ ακόμα εδώ;
-Τότε; Τι περιμένεις;
-Τη κατάλληλη στιγμή για να φύγω, που ακόμα δεν έχει έρθει. Όμως τώρα δεν θα μιλήσουμε για μένα, αλλά για σένα γλυκιά μου. Αλήθεια πόσα σου έδινε για να πας μαζί του;
-Τι;
-Ο Δημήτρης, λέω μωρη κα****α πόσα σου έδινε;
-Μη με βρίζεις.
-Γιατί ρε συ, αλήθεια δεν λεω; Αφού ένα πο****ακι της σειράς είσαι!
-Να μιλήσουμε λίγο ήρεμα;
Η Λήδα κοίταξε το όπλο που της είχε δώσει ο Αλέξανδρος, το οποίο βρισκόταν από ώρα δίπλα της, στο πάτωμα.
-Θα 'θελες γλυκιά μου. Εγώ μαζί σου δεν έχω να πω τίποτα άλλο. Κατέστρεψες τα πάντα, τη σχέση μου με τον Δημήτρη, τη σχέση μας! Μη νομίζεις ότι επειδή είσαι αδερφή μου θα σε λυπηθώ!
-Γιατί τι θα κάνεις; Ρεβέκκα σκέψου λίγο λογικά...
-Αι στο διάολο τσούλα! Εσύ δηλαδή θες να μας πεις ότι σκεφτόσουν λογικά όταν πηδιόσουν με τον αρραβωνιαστικό ΜΟΥ;, τώρα η Ρεβέκκα είχε ανεβάσει απότομα τον ύπνο της φωνής της.
-Τον ερωτεύτηκα χωρίς να το θέλω. Ξέρω ότι δεν έπρεπε να πάω μαζί του, αλλά ήμουν αδύναμη κι εκείνος ήταν ο μόνος που με έκανε να νιώθω καλά. Κατάλαβε με, σε παρακαλώ.
-Ναι, να σε καταλάβω βέβαια. Μωρέ εγώ το έχω ήδη κάνει, αν και λίγο αργά τα κατάλαβα όλα! Δεν συγχωρώ τώρα πια, τέρμα τα συγγνώμη!
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές και τα γαβγίσματα των σκύλων από έξω. Η Λήδα άξαφνα γύρισε το κεφάλι της πίσω, σαν να περίμενε πως θα έρθει ο Αλέξανδρος. Μέσα της το ευχόταν.
Παράλληλα, η Ρεβέκκα έβαλε το χέρι της μέσα στη μαύρη τσάντα και έβγαλε κάτι από μέσα.
Πλησίασε με γρήγορα βήματα το αναπηρικό καροτσάκι, σχεδόν αστραπιαία σήκωσε το χέρι της.
-Μη!, φώναξε η Λήδα καθώς είδε την αδερφή της, να παίρνει φόρα και να κατεβάζει το στιλέτο...
Ήταν από εκείνες τις στιγμές που ο χρόνος πάγωνε. Σαν να έπαιζε ο ίδιος ο Θεός μαζί τους, σαν να γίνονταν όλα σε αργή κίνηση.
Κάθε δευτερόλεπτο ισοδυναμούσε με έναν χτύπο της καρδιάς της. Η Λήδα είχε την εντύπωση πως όλα τελείωναν εδώ και δυστυχώς δεν είχε άδικο.
Της φάνηκε σαν να πέρασε μια αιωνιότητα, μέχρι να βυθιστεί το στιλέτο στο κορμί της. Με τέτοια φόρα που το αναπηρικό καροτσάκι βρέθηκε στο πάτωμα, μαζί με αυτήν.
Τη πρώτη φορά η λεπίδα την βρήκε στο στήθος, λίγο πιο κάτω απ' την καρδιά. Τη δεύτερη, την βρήκε ακριβώς εκεί...
Πάνω στον στόχο...
Οι φωνές δυνάμωσαν και ο Αλέξανδρος με τον Λέανδρο μπήκαν τρέχοντας μέσα στο σπίτι.
Έμειναν και οι δύο αποσβολωμένοι να κοιτάζουν το απίστευτο θέαμα.
Η Ρεβέκκα, κρατώντας πάντα το μαχαίρι, έκανε δύο βήματα προς τη πόρτα.
Εκείνοι πλησίασαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου την αιμόφυρτη Λήδα και έλεγξαν τον σφυγμό της.
-Ζει;, ρώτησε ο Αλέξανδρος.
-Δεν έχει σφυγμό...
-Ω Θεέ μου!
Τα γαβγίσματα των σκύλων ακούγονταν όλο και πιο έντονα μαζί με κάτι βιαστικά βήματα, που απομακρύνονταν από το καθιστικό.
Ο Αλέξανδρος, τρέμοντας σήκωσε τη Λήδα στην αγκαλιά του. Κόιταξε τον Λέανδρο σαν να μην ήξερε τι να κάνει.
-Θα την πάω εγώ στο νοσοκομείο. Που πήγε η Ρεβέκκα;
-Δεν ξέρω, εξαφανίστηκε.
Ένα ουρλιαχτό έσκισε τον αέρα, τόσο σπαρακτικό που έμεινε για πάντα στις μνήμες τους. Ακούστηκε ξανά και ξανά, όμως εκείνοι είχαν μείνει ακίνητοι. Για κόλλησαν στο ίδιο σημείο. Και ανατρίχιασαν.
-Τι στον διάολο;, φώναξε ο Αλέξανδρος, μετά από λίγο.
-Τρέξε να δεις τι γίνεται, μη κοιμάσαι!
Ο Λέανδρος τον κοίταξε σαν χαμένος κι ύστερα όρμησε προς τη πόρτα, βγήκε έξω.
Δεν χρειάστηκε όμως να προχωρήσει πολύ... λίγα μέτρα παραπέρα το είδε. Κάλυψε με το χέρι του το στόμα, αρνούμενος να πιστέψει σε αυτό το θέαμα, ήταν το λιγότερο φρικιαστικό.
Λίγα μέτρα παραπέρα τα σκυλιά στέκονταν πάνω από ένα πτώμα. Γυναίκα ήταν. Το σώμα και το πρόσωπο της ήταν καλυμμένα από πληγές, όλη από πάνω μέχρι κάτω ήταν μια πληγή.
-Αφεντικό... τη βρήκα., φώναξε.
-Όλα εντάξει;
-Νομίζω ότι είναι νεκρή.

Απώλεια {TYS17}Where stories live. Discover now