Κεφάλαιο 20

238 56 69
                                    

Η Ερωφίλη δεν μπορούσε να δει καλά μες τα σκοτάδια. Είχε περπατήσει πολύ κι ακόμα δεν μπορούσε να βρει το γατάκι. Μα που στο καλό είχε πάει;

Ξαφνικά, καθώς περπατούσε σκόνταψε πάνω σε κάτι, από τη βιασύνη της. Σκαλοπάτια. Αυτό έπρεπε να ήταν το νέο ρεστοραν που θα έφτιαχναν στο λιμάνι. Γύρισε και συνέχισε τον δρόμο της προς τ' αριστερά. Τίποτα.

Στεναχωρήθηκε. Εκείνο το γατάκι έμοιαζε, σαν να ήθελε όντως βοήθεια, σίγουρα αν δεν το έβρισκε κάποιος θα πέθαινε μετά από λίγες μέρες ή μπορεί και ώρες. Μα δεν μπορούσε να το βρει κι έκανε κρύο, άσε που αυτό το μέρος την τρόμαζε κάπως.

Θυμόταν ακόμα τη φωνή του Άλκη που της ζητούσε να γυρίσει, όμως εκείνη αδιαφόρησε. Είχε κάνει το πρώτο μεγάλο λάθος της, λάθος που αρκούσε για να καταστραφούν τα πάντα. Μαζί και η ζωή της.

Έκανε να γυρίσει, καθώς δεν υπήρχε τίποτα να κάνει εδώ πέρα, όμως ένα σώμα την εμπόδισε της έκοψε το δρόμο. Μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να ξεχωρίσει τα μάτια του, το πρόσωπο του. Εκείνος ήταν... ο άγνωστος που την παρακολουθούσε, που την ακολουθούσε στο κάθε της βήμα εδώ και δυο μήνες. 

Όπου πήγαινε ένιωθε το βλέμμα του κολλημένο πάνω της. Ήταν όμορφος, αλλά και λίγο τρομακτικός, παράξενος θα έλεγε κανείς, με μια ακόμα πιο παράξενη γοητεία. Κάθε φορά που τον έβλεπε μπροστά της, έσκυβε το κεφάλι από ντροπή και απέφευγε να τον κοιτάξει.

Να όμως που τώρα τα βλέμματα τους συναντήθηκαν ξανά. Ανατρίχιασε; Να 'ταν το κρύο άραγε ή η αμηχανία που ένιωσε; Ο λαιμός της ξεράθηκε, της ήταν τόσο δύσκολο να μιλήσει, να πει έστω μια λέξη.

-Γεια., είπε πρώτος ο άγνωστος.

-Ποιος είσαι;

Εκείνος γέλασε.

-Κάποιος. Δεν έχει σημασία, γλυκιά μου. Σημασία έχει τι θα γίνει τώρα., είπε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.

Η Ερωφίλη, οπισθοχώρησε, σχεδόν αντανακλαστικά.

-Τι εννοείς;

-Θα μάθεις!

Εκείνος βρέθηκε πιο κοντά της τώρα, σε απόσταση αναπνοής, έσκυψε και τη φίλησε. Την κρατούσε τόσο σφιχτά, που δεν μπορούσε να του ξεφύγει, σχεδόν δεν ανέπνεε.

Μόλις χαλάρωσε για λίγο τη λαβή του, εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα, κοιτώντας τον κατάπληκτη.

-Ά....α... άσε με. Μη με πλησιάζεις, θέλω να φύγω! Άλκη!, φώναξε, όμως η φωνή της πνίγηκε μόλις η παλάμη του Αντρέα της έκλεισε το στόμα.

Απώλεια {TYS17}Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα