Κεφάλαιο Έκτο

395 89 60
                                    

Το γουργουρητό του νυκτόβιου πτηνού κατά κάποιο τρόπο διαπερνά τους τοίχους της έπαυλης. Η Ελάιζα ανεβαίνει τις σκάλες προσπαθώντας να το διώξει απ' το κεφάλι της, όμως αυτό εκεί, εμμένει. Η σκέψη της πετάει στην Άιβορι, και εκπλήσσεται που την αποζητά. Επιθυμεί την δική της συντροφιά, όχι του Ντάνιελ, ή ακόμη και του αδερφού της. Θέλει της Άιβορι.

Βολεύει καλά το μπλοκ στην αγκαλιά της και σχεδόν τρέχει ως την κλειστή πόρτα του δωματίου της κοπέλας. Στέκεται μπροστά της με την καρδιά της να βροντοχτυπά χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, απλώς σαν να έχει άγχος, και την χτυπάει δυνατότερα απ' όσο θα 'θελε. Όμως η Άιβορι δεν απαντά. Ακόμη κι όταν χτυπάει ξανά.

Όταν, για άλλη μια φορά, δεν παίρνει απάντηση, κάνει ένα βήμα πίσω και προχωράει απογοητευμένη ως το δικό της δωμάτιο. Ανοίγει την πόρτα και διστάζει να μπει, όμως αναγκάζει τον εαυτό της να το κάνει. Και, όπως είναι το φυσιολογικό, δεν υπάρχει κανένας μέσα. Είναι μόνη της.

Διανύει το δωμάτιό της με μεγάλες δρασκελιές, και, όταν φτάνει στο πλάι του κρεβατιού της, τεντώνεται για να πιάσει στα χέρια της το κινητό της. Κοιτάζει τα μηνύματα που έχει ανταλλάξει με την Άιβορι, όπως η κοπέλα δεν έχει διαβάσει τα δικά της. Κι έχει να συνδεθεί τρεις ώρες.

Κάθεται στο κρεβάτι της προσπαθώντας να καταλήξει στο τι να κάνει. Η Άιβορι θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε στην έπαυλη. Από το δωμάτιό της ως το υπόγειο. Κι εκεί δεν έχει καμία όρεξη να πάει.

Χωρίς να το καταλαβαίνει, κι ενώ σκέφτεται, τα δάχτυλά της τυλίγονται γύρω από το μολύβι με το κάρβουνο και το μπλοκ ζωγραφικής, όπου αρχίζουν να σκιτσάρουν με ορμή. Για λίγο χάνει ξανά τον εαυτό της σε αυτή την χαλαρωτική ηρεμία που της επιφέρει το σκιτσάρισμα, με την ώρα να ξεγλιστρά από τον κόσμο της και το μυαλό της να ταξιδεύει σε άλλες διαστάσεις. Είναι τόσο προσεκτική με το καινούριο της σχέδιο, που στο τέλος οι καρποί της την πονάνε. Από πριν το κοιτάξει, όμως, ξέρει πως θα είναι ένα από τα ομορφότερα σκίτσα που έχει φτιάξει.

Και όταν σηκώνει τον κορμό της για να το επιθεωρήσει, βλέπει πως έχει δίκιο. Εκπλήσσεται, όμως, όταν απ' το χαρτί της αντικρίζει την υγρή ματιά του Ντάνιελ. Αυτόν ζωγράφιζε τόση ώρα; Γι' αυτό ήτανε τόσο συγκεντρωμένη; Γι' αυτό το χάρηκε τόσο;

Κουνάει το κεφάλι της και με δυσκολία τραβάει το βλέμμα της από το σκίτσο στην αγκαλιά της. Το στρέφει προς το παράθυρο, και το στομάχι της σφίγγεται μόλις αντιλαμβάνεται ότι έξω έχει βραδιάσει για τα καλά. Το φεγγάρι είναι ξανά η μοναδική πηγή φωτός μέσα στο συμπαγές, πηχτό σκοτάδι.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now