Κεφάλαιο Εικοστό Πέμπτο

268 60 51
                                    

Ξυπνάει πολύ ταραγμένη. Η καρδιά της βροντοχτυπά και η ανάσα της είναι ακανόνιστη. Γυρίζει μπρούμυτα και κλαψουρίζει. Είναι ακόμη ζαλισμένη από το όνειρο που έβλεπε. Της φάνηκε οδυνηρά πραγματικό. Ανοίγει τα μάτια της τόσο όσο να καταφέρει να δει πού βρίσκεται, και αναστενάζει ανακουφισμένη όταν αναγνωρίζει το δωμάτιό της.

Έξω έχει ακόμη σκοτάδι. Δεν ακούγεται τίποτα πέραν του Έμπονι και του Ντάνιελ, που οι πνιχτοί τους αναστεναγμοί ξεχωρίζουν αμυδρά από κάποιο δωμάτιο στα αριστερά της. Αν και δεν της αρέσει να τους ακούει, συγκεντρώνεται στους ρυθμικούς τους ήχους για να βοηθήσει την καρδιά της να ηρεμήσει.

Ανασηκώνεται στους αγκώνες της με κόπο και νιώθει όλο το σώμα της να τρέμει. Τα μαλλιά της ξεχύνονται δεξιά και αριστερά της στερώντας της τον καθαρό αέρα. Αισθάνεται να την πνίγουν. Τα κάνει πέρα με μια απότομη κίνηση και ανακάθεται με την ελπίδα να σταματήσει να ζαλίζεται. Όταν στηρίζει τον κορμό της αποκλειστικά και μόνο στην σπονδυλική της στήλη, καθιστή επάνω στο στρώμα, η ναυτία της σταματάει. Αρχίζει όμως να την πονάει το κεφάλι της. Νιώθει έναν ξεχωριστό σφυγμό να πάλλεται και να την σουβλίζει στο αριστερό της μηνίγγι.

Καταπίνει με δυσκολία και προστάζει τον εαυτό της να ηρεμήσει. Μόλις καταφέρνει να του επιβληθεί το τρέμουλο σταματά, και μια διαπεραστική παγωνιά απλώνεται σε όλο το κορμί της. Τώρα είναι όμως σε θέση να σκεφτεί. Μπορεί να επαναφέρει τις εικόνες που της πρόβαλε το ασυνείδητό της, για να προσπαθήσει να τις ανασυνθέσει μήπως και βγάλει κάποιο νόημα απ' αυτό το παραληρηματικό κουβάρι που είναι οι σκέψεις της.

Είδε την Ελάιζα στον ύπνο της. Τα χείλη της κινούνταν χωρίς ωστόσο να ακούγεται η φωνή της, κι η Άιβορι, κοιμισμένη ακόμη, θεώρησε ότι προσπαθούσε να την προειδοποιήσει. Να την προειδοποιήσει για τι; Επιστρατεύει όλη της την πνευματική δύναμη για να θυμηθεί με ακρίβεια τις κινήσεις που ακολουθούσαν τα χείλη της φίλης της όσο της μιλούσε, πριν η θαμπή της εικόνα ξεθωριάσει και διαλυθεί ολότελα, αφήνοντάς την μόνη στο σκοτάδι του μυαλού της.

Η καρδιά της χάνει έναν χτύπο όταν καταφέρνει να θυμηθεί τα χείλη της ολοκάθαρα με την πρώτη προσπάθεια. Οι κινήσεις των δοντιών της και της γλώσσας της την βοηθούν να καταλάβει ότι σχημάτισε τρεις λέξεις πριν χαθεί στην άβυσσο του νου της: Πρόσεχε τον Ναθάνιελ. 

Κλονισμένη, σηκώνεται όρθια κι αρχίζει να κινείται χωρίς συνοχή. Πριν το καταλάβει, βρίσκεται πεσμένη στα τέσσερα στο πάτωμα. Έχει αρχίσει ξανά να τρέμει, και πατάει τα μαλλιά της με τις παλάμες της όσο προσπαθεί να περάσει τις εντολές από τον εγκέφαλο στους μυς της. Στόχος της τώρα είναι να φτάσει στην ντουλάπα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now