Κεφάλαιο Ένατο

412 78 35
                                    

Ο ουρανός έχει αρχίσει να καλύπτεται από σύννεφα. Ο αέρας έχει δυναμώσει, προμηνύοντας καταιγίδα. Το φως στην ημιυπόγεια κουζίνα είναι ελάχιστο. Δεν φτάνει αυτό που εισχωρεί από τα λεπτά, μακρόστενα παράθυρα κάτω από το ταβάνι.

Η Ελάιζα στέκεται με τη μέση της κόντρα στον μαρμάρινο πάγκο δίπλα στον νιπτήρα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος της και το βλέμμα στραμμένο στην Άιβορι. Οι κόρες των ματιών της έχουν διασταλεί, καταπίνοντας το πράσινο σχεδόν ολοκληρωτικά από τις ίριδές της. Ο τρόμος της είναι τόσο έκδηλος, που έχει απαλείψει κάθε στοιχείο εξάντλησης από το λιγνό της πρόσωπο.

Φοράει ακόμη το μπουφάν της, αν και η κουζίνα δεν είναι ιδιαίτερα ψυχρή, και κουνάει ανεπαίσθητα τον κορμό της μπρος και πίσω. Το ένα της χέρι σφίγγει ένα ποτήρι γεμάτο γάλα, χωρίς ωστόσο να το σηκώνει από το ξύλινο τραπέζι, και το άλλο είναι ακουμπισμένο πάνω στο πιο πρόσφατο σχέδιο της Ελάιζα· τον Ντάνιελ τυλιγμένο στις φλόγες, με το δέρμα του να λιώνει από την θερμότητα, διπλωμένο στα δύο σε μια απέλπιδα προσπάθεια αποφυγής του τέλους του.

Έχουν παύσει και οι δυο τους να πιστεύουν στις συμπτώσεις. Όσο το είδωλο του Έμπονι προσπαθούσε να στραγγαλίσει την Άιβορι, η Ελάιζα σχεδίαζε τον θάνατο του Ντάνιελ μην έχοντας τον έλεγχο του νου της.

«Νομίζω ότι πρέπει να τους μιλήσουμε» λέει η Ελάιζα, διακόπτοντας την βαριά σιωπή που ευδοκιμούσε ανάμεσά τους για παραπάνω από είκοσι λεπτά.

«Κι αν δεν είναι δικό τους λάθος; Κι αν είναι δικό μας το πρόβλημα;» τραυλίζει η Άιβορι, φέρνοντας επιτέλους το ποτήρι στο στόμα της κι έπειτα αφήνοντάς το ξανά στο τραπέζι με θόρυβο. «Τι θα κάνουν τότε;»

«Το πολύ πολύ να χάσουμε τη δουλειά μας. Αλλά γίνεται να συνεχίσουμε έτσι; Μπορούμε;»

«Όχι».

Στέκονται ξανά σιωπηλές, με τα βλέμματά τους οπουδήποτε εκτός από της μιας να συναντάει της άλλης. Η Άιβορι καρφώνει το δικό της στο σκίτσο της Ελάιζα, χαϊδεύοντας τις άκρες του με τον λεπτό αντίχειρά της. Έπειτα σφίγγει τα χείλη της σε μια γκριμάτσα επιδοκιμασίας, και στρέφει τη ματιά της έτσι ώστε να κλειδώσει με της Ελάιζα.

«Μπορεί αυτό το πράγμα να είναι αφάνταστα περίεργο, αλλά Διάολε, το σκίτσο σου είναι καταπληκτικό».

Η Ελάιζα γελάει. Ο κόμπος στο στήθος της χαλαρώνει ότι ακούει και το γέλιο της Άιβορι. Το χρειάζονταν αυτό, μια ανακούφιση από το σκληρό, ατσάλινο χέρι που σφίγγει τις καρδιές τους ακόμη και μέσα στον ύπνο. Παρόλα αυτά, η ατμόσφαιρα βαραίνει ξανά έπειτα από λίγο. Για να γεμίσει λίγο τον χώρο, η Ελίζα καλύπτει την αμελητέα απόσταση που την χωρίζει από το τραπέζι, και κάθεται στην καρέκλα απέναντι από την Άιβορι. Την κοιτάζει προβληματισμένη.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWo Geschichten leben. Entdecke jetzt