Κεφάλαιο Τριακοστό Έκτο

260 48 66
                                    

Το πρωινό είναι ασυνήθιστα ψυχρό. Τα πουλιά ακούγονται να τιτιβίζουν σαν από μακρυά, κι ας είναι ανοιχτό το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Λες και είναι χωμένα στα κλαδιά, στρατηγικά κρυμμένα πίσω από τα κόκκινα φύλλα για να προστατευτούν από τον άνεμο που σφυρίζει σαν αυλός όπως φλερτάρει με τα κλωνάρια. Η ατμόσφαιρα είναι γκρίζα, μουντή. Πλανιέται στον δρόμο ένα αχνό πέπλο ομίχλης, που κατακάθεται βαρύ πάνω απ' την άσφαλτο.

Το σακίδιο της Άιβορι είναι γεμισμένο με μιαν αλλαξιά ρούχα και καθαρά εσώρουχα που άλλοτε ανήκαν στην Ελάιζα. Τώρα είναι δικά της. Φιλανθρωπία του Άβωνας. Φιλανθρωπία, γιατί της τα παραχώρησε κι ας ήταν της νεκρής του αδερφής.

Έχει ξυπνήσει με μια κυνική διάθεση να πλημμυρίζει όλο της το είναι. Κι αυτό της φαίνεται περίεργο, γιατί ποτέ της δεν ήταν έτσι. Ούτε καν ελαφρώς είρων δεν ήταν. Τον τελευταίο μήνα, ωστόσο, έχουν αλλάξει πολλά. Μια καινούρια Άιβορι αναδύεται από μέσα της, και της αρέσει πολύ. Είναι η πραγματική Άιβορι. Η δυνατή Άιβορι. Η Άιβορι που ξέρει τι θέλει και πώς να το διεκδικεί, και που είναι αήττητη, σκληρή. Και που μπορεί να ανασταίνει τους νεκρούς.

Αποτελειώνει το μήλο που τρώει αργά καθισμένη στο ντιβάνι δίπλα στο παράθυρο, και εκτοξεύει τον πυρήνα του στον μικρό κάδο κοντά στο γραφείο. Και σκοράρει με επιτυχία ένα τρίποντο. Σκουπίζει τα ζουμιά στο τζιν παντελόνι της, που δεν είναι ούτε πολύ στενό αλλά ούτε και πολύ φαρδύ, μα κατά τόπους τριμμένο από τον καιρό, επειδή θα της άρεσε να κουβαλάει μαζί της τη μυρωδιά του. Της αρέσει πολύ η μυρωδιά των μήλων.

Ρίχνει μια τελευταία ματιά στον δρόμο από κάτω της, και βλέπει το πάλαι ποτέ Mystery Machine του Έρικ να στρίβει από τη μεριά της παλιάς οπλοβιομηχανίας. Τα φώτα της ομίχλης του είναι αναμμένα, όπως ακριβώς και τα κοινά πορτοκαλιά από πάνω τους. Έχει ακόμη σκοτάδι, αλλά οι φανοστάτες της οδού Ουίνστονς δεν χαρίζουν πια το φως τους στους κήπους των ενοίκων της. Το στομάχι της σφίγγεται. Κι αν αυτό είναι κακός οιωνός;

Κουνάει το κεφάλι της με δύναμη και εξωραΐζει τη σκέψη απ' το μυαλό της. Καλός ή κακός οιωνός, έχει μια δουλειά να κάνει. Και δεν θα επιτρέψει σε κανένα παιδιάστικο προαίσθημα να την αποτρέψει. Το χρωστάει στην Ελάιζα. Και στον Έμπονι. Στον Άλεξ δεν χρωστάει τίποτα, αλλά θέλει κι αυτόν να τον βοηθήσει.

Σηκώνεται γρήγορα, με μιαν ενεργητικότητα που την εκπλήττει πραγματικά, φοράει βιαστικά το μπουφάν της με τη λούτρινη επένδυση και ρίχνει το σακίδιο που είχε ανάμεσα στα πόδια της στον ένα της ώμο. Ξεχύνεται στις σκάλες με ανυπομονησία, όχι τόσο επειδή θέλει να σκοτωθεί - διότι το σχέδιό τους περί αυτοκτονίας πρόκειται, αυτό είναι το μόνο σίγουρο - όσο γιατί έχει κουραστεί τόσον καιρό να κάθεται και να περιμένει το πόδι της να γιάνει. Έναν μήνα τώρα αισθανόταν άχρηστη, σαν μια χοντρή, αγχωμένη, άρρωστη, κακιά κωλόγρια. Γκρίνιαζε κιόλας. Και μάλιστα τόσο πολύ, που ακόμη κι η ίδια κούραζε τον εαυτό της από ένα σημείο και μετά.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now