Κεφάλαιο Εικοστό Δεύτερο

323 58 66
                                    

Βρίσκονται ακόμη στο μηδέν. Η έπαυλη είναι γεμάτη και κανείς δεν είναι ελεύθερος να φύγει. Το βικτωριανό κτίσμα πάλλεται από τον αύξοντα αρνητισμό, λες κι έχει αποκτήσει έναν δικό του σφυγμό, μια δική του καρδιά. Όμως κανένας από τους επισκέπτες δεν ξέρει το μυστικό· ούτε ένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ότι για την κατάστασή τους ευθύνεται μια ψυχή, ένα πρώην πνεύμα με λαμπερές πράσινες ίριδες.

Η Ελάιζα έχει πια την αίσθηση ότι κι οι άλλοι ξέρουν. Αν και δεν τους το ανακοίνωσε ποτέ, είναι πλέον σίγουρη πως όλοι οι νεκροί του Κίνοχαρ γνωρίζουν πως οι υποψήφιοι φονιάδες είναι τέσσερις: ο Έμπονι, ο Άλεξ, ο Ναθάνιελ, και η Άιβορι.

Η έρευνα του Τζον Μπάξτον αποδείχτηκε μάταιη, κι είναι τώρα έτοιμη να χαλαρώσει. Φαίνεται ότι όπου να 'ναι θα σταματήσει τις καθημερινές επισκέψεις του στην έπαυλη, κι έτσι οι προσωρινοί της ένοικοι σύντομα θα αποχωρήσουν. Η Ελάιζα κάθεται μόνη της στην κουζίνα, πίνοντας αργά τον καφέ της με το μπλοκ της στο ένα χέρι και το μολύβι από κάρβουνο στο άλλο, νιώθοντας ζωντανή μ' αυτή τη σκέψη. Η φασαρία θα κοπάσει. Ο απόηχος του αρνητισμού θα σβήσει και ο φόνος θα ξεχαστεί. Θα μπορέσουν όλοι τους να συνεχίσουν τις ζωές τους.

Αν ο δολοφόνος δεν σκοτώσει ξανά.

Ανατριχιάζει στη σκέψη. Γιατί δεν είναι δύσκολο να φανταστεί τον εαυτό της ως το επόμενο θύμα. Είναι αδύναμη. Αδύναμη και άχρηστη, έξω απ' τα νερά της μέσα σ' αυτή την παρέα των εκλεκτών. Δεν έχει θέση εκεί. Μπορεί όλοι να της δείχνουν ότι επιεικώς την αποδέχονται - ακόμη κι ο ίδιος ο Έμπονι -, όμως δεν παύει να μην είναι μια από αυτούς. Κι αυτό την καθιστά το πιο ευάλωτο άτομο της μικρής αυτής ομάδας.

«Έι, τι κάνεις εδώ μοναχούλα;»

Τινάζεται κατατρομαγμένη. Ήταν τόσο χαμένη στις σκέψεις της, που η σιγανή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή του Άλεξ την τρομοκράτησε. Το μπλοκ πέφτει από τα χέρια της και το μολύβι της κρέμεται άτονα στα δάχτυλά της. Νιώθει ξαφνικά να κρυώνει. Στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του και το αφήνει επάνω του. Για λίγο τον λυπάται. Δείχνει πραγματικά μετανιωμένος.

«Συγγνώμη που σε τρόμαξα» μουρμουρίζει διστακτικά, πλησιάζοντας με μικρά βήματα την ξύλινη καρέκλα δίπλα στη δική της. «Υποθέτω ότι πρώτα θα έπρεπε να είχα χτυπήσει».

«Δεν πειράζει» του απαντάει χαμογελώντας. «Είναι κοινόχρηστος χώρος, δεν είσαι αναγκασμένος να δηλώνεις ηχητικά την παρουσία σου σε όσους γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον χρησιμοποιούν».

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now