Κεφάλαιο Εικοστό Έβδομο

268 57 32
                                    

Έχει πια ξημερώσει για τα καλά όταν ξεκινάνε την πορεία τους ανάμεσα στα δέντρα. Δεν ξέρουν πού πηγαίνουν, όμως προσπαθούν να χαθούν όσο περισσότερο μπορούν ανάμεσα στη βλάστηση και το παγωμένο χώμα. Όσο πιο βαθιά προχωρούν, τόσο τα πάντα γύρω τους θολώνουν και σκοτεινιάζουν. Τα πουλιά σταματούν και κελαηδούν κι ο αέρας ψυχραίνει, λες και μια αόρατη δύναμη τους προειδοποιεί να μην απομακρυνθούν περισσότερο από τον πολιτισμό.

Η καρδιά της Άιβορι βουλιάζει όλο και περισσότερο στο στήθος της με το κάθε της βήμα. Νιώθει τελείως εκτεθειμένη, εντελώς ανήμπορη μακριά από τον κόσμο όπου έχει μεγαλώσει κι έχει μάθει να ζει. Εκτός αυτού, αισθάνεται μονίμως μιαν ανατριχίλα. Δεν μπορεί να προσδιορίσει αν αυτό που της την προκαλεί είναι η υγρασία, ή το γεγονός ότι ο Ναθάνιελ παρακολουθεί κάθε τους βήμα· κι ας μην τον έχουν δει από τη στιγμή που όρμηξε προς τη σοφίτα, δευτερόλεπτα μετά την επίθεση στον Ντάνιελ. 

Από την άλλη μεριά, αισθάνεται υπεύθυνη και για την μικρή ομάδα των ανθρώπων που την ακολουθούν. Δεν ξέρει ούτε πού πηγαίνει, ούτε τι την περιμένει έπειτα από την κάθε πέτρα, τον κάθε χωμάτινο σβόλο που αφήνει πίσω. Κι αν τους οδηγεί κατευθείαν στο στόμα του λύκου; Κι αν η ιδέα της για φευγιό προς το δάσος δεν ήταν τελικά και τόσο καλή;

Μέσα της εξακολουθεί να πιστεύει πως εδώ διατρέχουν κίνδυνο πολύ μικρότερο σε σχέση μ' εκείνον που εγκολπώνεται αρμονικά στο ολάνοιχτο περιβάλλον της παλιάς έπαυλης. Τα φύλλα που τρίζουν κάτω από τα μποτάκια της και τα δέντρα που υψώνονται πάνω απ' το κεφάλι της την ησυχάζουν, υποσχόμενα σύγχυση και προστασία απ' όποιον επιχειρήσει να τους κάνει κακό. Ή, τουλάχιστον, να της κάνει κακό. Έτσι νιώθει. Και μισεί τον εαυτό της που σκέφτεται έτσι. Μισεί την ιδέα ότι παρέσυρε τους φίλους της, ευάλωτους ακόμη σε μια καινούρια γι' αυτούς κοινωνία, κατευθείαν μέσα σε μια καλοστημένη παγίδα που γι' αυτήν δεν είναι και τόσο επικίνδυνη.

Όταν πλησιάζει το μεσημέρι, η ταραχή της είναι τόσο μεγάλη, που ανοίγει η μύτη της από την υψηλή της πίεση. Προσπαθεί όπως όπως να κρύψει το αίμα από τους άλλους, όμως η ροή του είναι τέτοια που δεν τα καταφέρνει. Αναγκάζεται να σταματήσει. Τα αγόρια πίσω της αναστενάζουν όλα ανακουφισμένα, όμως παγώνουν στις θέσεις τους όταν γυρίζει προς το μέρος τους κι αντικρίζουν το ματωμένο της πρόσωπο.

  «Ζαλίζεσαι;» ρωτάει αμέσως ο Τζόναθαν σπεύδοντας προς το μέρος της. «Θολώνει η όρασή σου; Βλέπεις κουκκίδες; Αιμορραγείς από κάπου αλλού;»

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now