Κεφάλαιο Εικοστό Έκτο

297 58 62
                                    

Η ώρα είναι λίγο μετά τις έξι όταν η Άιβορι καταφέρνει να χωρέσει όλα όσα θεωρεί απολύτως απαραίτητα μέσα στο ταξιδιωτικό της σακίδιο. Που δεν είναι και καμιά τεράστια τσάντα. Προσπάθησε πολύ να στριμώξει τα πράγματά της έτσι ώστε το σακίδιό της να μην δείχνει σαν να περιέχει το μεγάλο της μαξιλάρι.

Έχει στην διάθεσή της πέντε ακόμη λεπτά για να κατέβει στο αίθριο. Δεν θέλει να σταθεί μόνη της μέσα στο σκοτάδι, γι' αυτό και παίρνει την αποσκευή της, βγαίνει απ' το δωμάτιό της και κολλάει το αυτί της στην πόρτα του Ντάνιελ και του Έμπονι. Δεν ακούει θορύβους από το δωμάτιο. Καταλήγει στο ότι μάλλον αυτοί περιμένουν εκείνη. Δεν επιτρέπει στην διαπίστωση να την ταράξει πολύ. Άλλωστε είναι εντός των χρονικών πλαισίων που έθεσε ο Έμπονι.

Κατεβαίνει ήσυχα τις σκάλες, όμως δεν βλέπει κανέναν στον ανοιχτό χώρο. Αισθάνεται ανεπίτρεπτα εκτεθειμένη έτσι όπως στέκεται μπροστά στα σκαλοπάτια, γι' αυτό και προχωράει προς την κουζίνα χωρίς να καθυστερήσει πολύ. Δεν έχει καμία όρεξη να φάει, όμως φαντάζεται πως χρειάζεται να ρίξει κάτι στο στομάχι της πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους για... Πού; Δεν έχει ιδέα. Κι ούτε της φαίνεται από τα καλύτερα σχέδια στα οποία έχει κατά καιρούς συμμετάσχει. Όμως το χρωστάει στην Ελάιζα, που είχε δίκιο όταν της έλεγε πως έπρεπε να φύγουν. Και υπήρξε ιδιαιτέρως διορατική ως προς την ανίχνευση του υφέρποντος κινδύνου. Δεν την παίρνει να την παρακούσει. Ούτε καν τώρα, που για εκείνην είναι πια αργά.

Διασχίζει προσεκτικά τον σκοτεινό διάδρομο κι εκπλήσσεται μόλις βλέπει φως κάτω από την πόρτα της κουζίνας, που είναι, για πρώτη φορά στην υπηρεσία της εκεί, οριακά γερμένη έως και εντελώς κλειστή. Την πλησιάζει με αθόρυβα βήματα, και παίρνει μια βαθιά ανάσα πριν κατεβάσει την άρθρωση του λυγισμένου της δακτύλου στην ξύλινη επιφάνειά της. Το ερωτηματικό επιφώνημα που ακούγεται πίσω της δεν είναι αρκετό για να προδώσει σε ποιον ανήκει η φωνή, κι εκείνη αποφασίζει απλώς να τραβήξει την πόρτα και να το ρισκάρει.

Η ανακούφισή της είναι γιγαντιαία όταν αντικρίζει τον Τζόναθαν, ολόλευκο και χωμένο μέσα στο πιο χοντρό πουλόβερ του, να μπουκώνει ταυτόχρονα δυο κρουασανάκια βουτύρου του πρωινού. Η ανακούφιση που νιώθει εκείνη καθρεπτίζεται και στα δικά του μάτια.

  «Κλείσε την πόρτα πίσω σου, σε παρακαλώ» της λέει ευγενικά, αλλά με μια ταραχή στη φωνή του, μόλις μπαίνει στο κρύο δωμάτιο. Τον υπακούει. «Είσαι καλά;» την ρωτάει με ανησυχία μόλις κλείνει πίσω της την πόρτα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now