Κεφάλαιο Εικοστό Ένατο

306 55 61
                                    

Βηματίζουν κι οι δυο τους βαριά. Το πρωί, το απόγευμα και το μεσημέρι έχουν παρέλθει, κι εκείνοι ακόμη δεν έχουν σταματήσει να περπατάνε. Τόσο εκείνη όσο και ο Τζόναθαν είναι χαμένοι στις σκέψεις τους, οδηγώντας στα τυφλά πότε ο ένας και πότε άλλος τα άβουλα κορμιά τους μέσα στο δάσος.

Η Άιβορι αποτραβιέται από τις σκέψεις της όταν νιώθει το αέρα να γίνεται σιγά σιγά πιο παγερός. Όμως και πιο καθαρός ταυτόχρονα. Η υγρασία ανάμεσα στους κορμούς τόσην ώρα την έπνιγε, κι εκείνη δεν το είχε καταλάβει. Ανασαίνει με απληστία αυτόν τον καινούριο αέρα. Δίπλα της ο Τζόναθαν διστάζει. Φαίνεται να έχει αντιληφθεί κι εκείνος την αλλαγή.

Απλώνει το χέρι του και τυλίγει απαλά τα δάχτυλά του γύρω από το μπράτσο της, κι αρχίζει κάπου να την οδηγεί. Εκείνη δεν είναι σίγουρη ότι πρέπει να του το επιτρέψει, όμως τελικά τον αφήνει. Και χαλαρώνει όταν αρχίζει ν' ακούει νερό να κελαρύζει από κάπου μακριά. Ευγνωμονεί μέσα της τον Τζόναθαν που το άκουσε. Το νερό από τα παγούρια τους έχει τελειώσει. Αισθάνεται τη γλώσσα της σαν πανί από τη δίψα.

Έχει νυχτώσει για τα καλά όταν φτάνουν επιτέλους στη λίμνη. Δεν είναι ούτε μικρή ούτε μεγάλη. Μια μαζεμένη, γλυκιά παραλία χωρίς δέντρα ανοίγεται μπροστά τους, με το σκουροκάστανο χώμα της να χάνεται από τ' αριστερά ανάμεσα στους κορμούς που πυκνώνουν ξανά. Από τα δεξιά  ανηφορίζει ως την κορυφή ενός απότομου γκρεμού, που στην ολισθηρή του επιφάνεια διαγράφεται αμυδρά η σιλουέτα ενός μικρού γυμνού κτίσματος. Ο ουρανός είναι κατάμαυρος, όμως ασημένια αστέρια ζωγραφίζονται επάνω του με καθαρότητα, ενώ πιο πίσω τους ακόμη φαίνονται μαγευτικά τα κόκκινα και αχνοκίτρινα νεφελώματα του γαλαξία.

  «Milky Way» αναφωνεί χαρούμενη η Άιβορι, στρέφοντας αυθόρμητα το τεντωμένο της δάχτυλο προς τα πάνω. Νιώθει έναν κόμπο στον λαιμό της. Για κάποιο λόγο η θέα του γαλαξία την έχει συγκινήσει.

Ο Τζόναθαν ακολουθεί το χέρι της και αντικρίζει το πανέμορφο νεφέλωμα, που καθρεπτίζεται σαν ψεύτικο μέσα στις έκθαμβες βιολετιές του ίριδες. Κοιτάζει τα χρώματα μαγεμένος, σαν μικρό παιδί. Σιγά σιγά απλώνεται ένα ειλικρινές χαμόγελο στα χείλη του, τόσο αγνό και πλατύ, που κάνει την καρδιά της να φτερουγίσει. 

  «Δεν το βλέπαμε αυτό από το Κίνοχαρ» μουρμουρίζει με θαυμασμό, χωρίς να παίρνει τα μάτια του απ' αυτό το ύστατο έργο της αποστομωτικής απλότητας της φύσης.  

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now