Κεφάλαιο Δέκατο Ένατο

315 58 38
                                    

Δεν ακούγεται τίποτα. Η απόλυτη σιγή σπάει άτακτα από μια σταγόνα που θα κυλήσει απ' τον λαιμό της γυναίκας και θα προσγειωθεί στο σκαλοπάτι από κάτω της, πυροδοτώντας, κάθε φορά, την απελευθέρωση ενός πνιχτού λυγμού από το λαρύγγι της Ελάιζα.

Δεν έχει περάσει ώρα απ' τη στιγμή που την άφησε η Άιβορι για να φωνάξει βοήθεια, όμως έχει ήδη αρχίσει να τρέμει. Από το σοκ ή απ' το κρύο; - δεν είναι ακόμη σε θέση να καταλάβει. Έχει στυλώσει πεισματικά το βλέμμα της στον απέναντι τοίχο, στη μορφή μιας Ερινύας από την σκουρόχρωμη παράσταση επάνω του. Δεν είναι η μόνη που δέχεται το χάδι του φεγγαρόφωτου, όμως το μυαλό της έχει επιλέξει εκείνη για να απωθήσει την εικόνα της σορού μπροστά της. Ίσως επειδή είναι εξίσου φρικιαστική.

Αν και μικροσκοπική, η μορφή της έχει αποδοθεί με μεγάλη λεπτομέρεια από τον καλλιτέχνη. Το πρόσωπό της είναι στρεβλωμένο από κακία ανάμεικτη με οδύνη, ενώ κρατάει ένα ματωμένο σώμα στα γαμψά της νύχια. Λεπτές άλικες στάλες λεκιάζουν το ένδυμα και το κορμί της, και οι ανοιχτές φτερούγες της φαντάζουν άχρωμες, μαραμένες. Πρόκειται για ένα κράμα οργής και θλίψης φιλοτεχνημένο με ρεαλισμό και πόνο, που κάνει την Ελάιζα να αναρωτιέται αν όντως το βλέπει, ή το ανασυνθέτει με τα μάτια του μυαλού της. Δεν είναι πολύ μακριά για να το ξεχωρίζει;

Αποφαίνεται πως δεν τη νοιάζει. Τραβάει τα μάτια της και τα κλείνει σφιχτά, με την ελπίδα να τα ξανανοίξει και να μην συμβαίνει τίποτα παράξενο μπροστά της. Αναγκάζεται ωστόσο να επιστρέψει στην πραγματικότητα πριν ακόμη το θελήσει η ίδια, όταν αισθάνεται ένα ζευγάρι χέρια να τυλίγονται γύρω απ' τους ώμους της και να την σφίγγουν με θέρμη. Κοιτάζει παραξενεμένη στα δεξιά της, κι αισθάνεται ευγνωμοσύνη όταν αντικρίζει τον Άλεξ να κάθεται στο σκαλοπάτι δίπλα της. Η μυρωδιά του άφτερ σέιβ του είναι αρκετά ισχυρή για να καλύψει αυτή του αίματος και του θανάτου, κάτι που την καθησυχάζει. Έχει αρχίσει να αισθάνεται ναυτία απ' την γλυκερή οσμή που πλανιόταν γύρω της μέχρι ο Άλεξ να την σπάσει.

  «Θα φωνάξουν την αστυνομία;» ρωτάει αδύναμα, ευγνώμων στον Άλεξ που κάθισε μαζί της.

  «Δεν ξέρω. Πιστεύω πως ναι. Φαντάζομαι πως η Άιβορι θα φωνάξει τη Ρόζα πρώτα. Απλώς πέρασε από 'μένα πιο πριν για να μην είσαι μόνη εδώ. Έκανε πολύ καλά, αν θέλεις τη γνώμη μου».

Η Ελάιζα τον κοιτάζει και βλέπει πως της χαμογελάει. Όταν του χαμογελάει κι εκείνη τον νιώθει να την σφίγγει επάνω του λίγο περισσότερο, κι αισθάνεται λίγο καλύτερα. Μένουν έτσι, σιωπηλοί, μέχρι να ακούσουν βήματα να τους πλησιάζουν. Ο Άλεξ σηκώνεται όρθιος και την βοηθάει να σταθεί στα πόδια της την στιγμή που τα φώτα ανάβουν, και στέκεται πίσω της κρατώντας την απ' τους ώμους. Η ενέργεια που εκπέμπει είναι θετική, και της κάνει καλό να την αισθάνεται κι επάνω στο κορμί της. Τον ευχαριστεί νοερά γι' ακόμη μια φορά που κάθεται μαζί της.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now