Κεφάλαιο Δέκατο

368 75 45
                                    

Η Ελάιζα τρομάζει μόλις αντικρίζει το πρόσωπο της Άιβορι το πρωί. Δείχνει τόσο παραιτημένη, τόσο κουρασμένη, που δυσκολεύεται σχεδόν να την αναγνωρίσει. Οι μπούκλες της κρέμονται άτονες γύρω από το πρόσωπό της, και η λάμψη στα μάτια της έχει σβήσει. Η χλωμή απόχρωση της επιδερμίδας της την κάνει να μοιάζει υπόλευκη, και οι σκούρες πινελιές κάτω από τα μάτια της απομυζούν κάθε ζωή από την έκφρασή της. Το πρόσωπό της μοιάζει με νεκρού.

«Άιβορι;» μουρμουρίζει η Ελάιζα, κι η κοπέλα τινάζεται σαν να φώναξε με όλη της τη δύναμη στα αυτιά της. «Πώς είσαι;»

Η Άιβορι χαμογελάει, όμως η προσπάθειά της σβήνει γρήγορα και τίποτα θετικό δεν φτάνει στα μάτια της. Η Ελάιζα δεν χρειάζεται περισσότερα. Την πήρε την απάντησή της. Προχωράει προς το ψυγείο, που δεν είναι και τελευταίας τεχνολογίας, τραβάει την πόρτα του από το λεπτό μεταλλικό χερούλι, και ξεχωρίζει από τα ράφια του το κουτί με το γάλα της Άιβορι. Χωρίς δεύτερη σκέψη αδειάζει όσο χωράει μέσα σ' ένα παλιό, μεταλλικό μπρίκι, ανάβει το μικρό μάτι της κουζίνας και στέκεται μπροστά του ώσπου το γάλα να αρχίσει να κοχλάζει. Έπειτα παίρνει την αγαπημένη κούπα της Άιβορι, μεταφέρει μέσα της το γάλα από το μπρίκι, και την αφήνει επιδεικτικά μπροστά της.

Το χαμόγελο της Άιβορι τώρα είναι αμυδρό αλλά αληθινό. Στριφογυρίζει προσεκτικά την κούπα με τα δάχτυλά της πάνω στο μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, χαζεύοντας αφηρημένη τα σχέδια του Πατς και του Ρόλι από τα Εκατόν Ένα Σκυλιά της Δαλματίας του Ντίσνεϊ πάνω στο σκουροκόκκινο φόντο.

«Έχεις φάει τίποτα;»

«Δεν έχω όρεξη» γκρινιάζει η Άιβορι, όμως η Ελάιζα την αγνοεί. Παίρνει ένα πορτοκάλι από το καλάθι δίπλα στον νεροχύτη, το καθαρίζει και της το δίνει. Κάθεται από πάνω της μέχρι να το φάει, κι έπειτα καθαρίζει ένα για τον εαυτό της.

«Θα έκανες καταπληκτική υπάλληλο παιδικού σταθμού, ξέρεις» σχολιάζει η Άιβορι, πίνοντας μια γουλιά από το γάλα της.

Η Ελάιζα δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να κλάψει.

«Αυτό θα το εκλάβω ως κομπλιμέντο» λέει στο τέλος, όμως δεν ξέρει αν η Άιβορι ακούει· φαίνεται να έχει χαθεί ξανά στις σκέψεις της.

Κάθεται απέναντί της και εστιάζει στο στενό παράθυρο μπροστά της. Το περβάζι του βρίσκεται γύρω στο ένα πέμπτο του ύψους ολόκληρου του τοίχου, εφαπτόμενο ακριβώς στο επίπεδο του εδάφους, και υψώνεται μισό μέτρο από πάνω του. Η μέρα είναι γκρίζα και μουντή, κι έξω φαίνεται να φυσάει. Μια ιδέα ομίχλης πλανιέται ανάμεσα στα δέντρα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now