Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο

275 56 51
                                    

Η σιωπή γύρω της είναι τρομακτική. Από τη στιγμή που βγήκε από το μπάνιο προσπαθεί να σκαρφιστεί όσους περισσότερους τρόπους μπορεί για να καθυστερήσει. Η φαντασία της όμως έχει πια αρχίσει να εξαντλείται. Έχει περάσει σχεδόν μια ώρα από τη στιγμή που ανέβηκε στο δωμάτιο της Ελάιζα για να πλυθεί, αφήνοντας τους υπόλοιπους να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Και τώρα, ανάμεσα στα υπάρχοντα της πιο καλής της φίλης, την πνίγουν τύψεις κι ενοχές. 

Τα ρούχα που φοράει δεν είναι δικά της. Προσπαθεί να αγνοήσει την αίσθηση που αφήνει επάνω στο δέρμα της η μπλούζα της Ελάιζα, που είναι αρκετά φαρδιά, αρκετά παλιά και αρκετά λευκή. Το εξίσου παλιό φαρδύ της τζιν της έρχεται εντάξει, κι ας είναι αρκετά τριμμένο κατά τόπους. Ωστόσο, αν και θα έπρεπε να αισθάνεται τουλάχιστον άνεση μέσα σ' αυτή την ενδυμασία που σε κάθε περίπτωση μπορεί να χαρακτηρισθεί τουλάχιστον αναπαυτική, δεν μπορεί να αποβάλλει από πάνω της το γεγονός ότι νιώθει λες και το ύφασμα την σφίγγει, λες και δεν της αφήνει ούτε χιλιοστό περιθωρίου ν' ανασάνει. Ακόμη κι η μυρωδιά των ρούχων είναι δική της, και η Άιβορι δεν μπορεί να αγνοήσει το πώς αισθάνεται παρείσακτη, παράταιρη και περισσευούμενη μέσα σ' αυτό το δωμάτιο που τίποτα εντός του δεν της ανήκει.

Μαζεύει την πετσέτα της αργά από το κάλυμμα του κρεβατιού της φίλης της, που είναι στρωμένο στην τρίχα, και την κρεμάει σε μια πρόκα που εξέχει από το πλαϊνό φύλλο της ξύλινης ντουλάπας. Παρόλο που κινείται ράθυμα, νωχελικά, συνειδητοποιεί ότι έχει παραιτηθεί από κάθε περαιτέρω απόπειρα αργοπορίας. Αν και δεν θέλει στην πραγματικότητα να το χωνέψει, οφείλει να παραδεχτεί πως έχει έρθει η ώρα της ανακοίνωσης της τύχης της Ελάιζα στον αδερφό της. Που, δεν μπορεί, κάτι θα έχει ως τώρα καταλάβει κι από μόνος του.

Βγαίνει από την κρεβατοκάμαρα και προχωράει ήσυχα προς την στενή εσωτερική σκάλα, σφίγγοντας με δύναμη τα δάχτυλά της γύρω από την κουπαστή για να εκτονώσει την ταραχή της. Αναθεματίζει τα Θεία με τις χειρότερες ύβρεις από μέσα της. Ενώ εκείνη προσπαθούσε να αποφύγει κάθε πιθανή επαφή με την οικογένεια Ρέντγκρεϊβ τις τρεις τελευταίες ημέρες, κάθε απειροελάχιστη μορφή επικοινωνίας, αυτή η ανοικτίρμων ανώτερη δύναμη που καθορίζει το πεπρωμένο όλων τους, αποφάσισε να την στείλει κατευθείαν μέσα στην αγκαλιά του Άβωνας. Με τον οποίο έχει πολύ περισσότερα κοινά απ' όσα είχε ποτέ πιστέψει.

Κατρακυλάει με πηδηχτά βήματα από τα τελευταία σκαλοπάτια, και βάζει τα δυνατά της για να μην δείχνει ολότελα παράταιρη, γελοία και μικροσκοπική· όπως ακριβώς δηλαδή αισθάνεται μέσα της. Ρίχνει γύρω της μια βιαστική ματιά, σε μια προσπάθεια να εκτιμήσει την κατάσταση σε μια πρώτη φάση. Ο Τζόναθαν είναι καθισμένος σε μια πολυθρόνα αντίκα, με τα πόδια του ανοιχτά και τους αγκώνες στηριγμένους επάνω στα γόνατα. Κρατάει στα χέρια του μια κούπα που αχνίζει. Από την όψη του φαίνεται ότι πέρασε κι εκείνος ορισμένες στιγμές καθυστέρησης σε κάποια άλλη μπανιέρα μέσα στο σπίτι. Τα λευκά του μαλλιά είναι υγρά και τραβηγμένα προς τα πίσω. Αυτό, σε συνδυασμό με την κούρασή του, τον κάνει να δείχνει μεγαλύτερος.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now