Κεφάλαιο Τριακοστό Όγδοο

281 48 51
                                    

Το επόμενο πρωί αισθάνεται ξεκούραστη. Δεν μπορεί να υπολογίσει πόσες ώρες έχει κοιμηθεί, όμως την ξύπνησε το φως του ήλιου. Οι άλλοι δεν έχουν σηκωθεί ακόμη. Ο Τζόναθαν κοιμάται γαλήνια με το λευκό του πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος της, και τις κόρες των ματιών του να χορεύουν κάτω από τα σφαλιστά του βλέφαρα. Οι ανάσες του χαϊδεύουν το πρόσωπό της, κι αναρωτιέται τι να είναι αυτό που ονειρεύεται. Πού και πού τα χείλη του τραβιούνται σ' ένα μικρό στραβό χαμογελάκι, που τον κάνει να δείχνει αξιολάτρευτος μαζί με το παιχνίδισμα του ήλιου επάνω στα λεπτά χαρακτηριστικά του.

Κάθεται να τον χαζέψει για λίγο ακόμη, έπειτα όμως σηκώνεται. Σπεύδει προς νερού της πίσω από έναν θάμνο, και χασομεράει ακόμη λίγο παρατηρώντας ένα ζευγάρι όμορφα πουλιά να κυνηγιούνται. Λίγο πιο πέρα, μια ελαφίνα με τα δυο της ελαφάκια πίνουν νερό από το ποτάμι, και πίσω τους ένα ελάφι με πελώρια κέρατα στρέφει το όμορφο κεφάλι του προς το μέρος της. Μοιάζει να την απειλεί. Απολαμβάνει την εικόνα χωρίς να πλησιάσει περισσότερο εκείνη τη μικρή οικογένεια, που φαίνεται να αποτελεί ένα κοπάδι από μόνη της, φοβούμενη μήπως το αρσενικό την πάρει στο κυνήγι. Κι αν είναι να χάσει την ζωή της σήμερα, προτιμάει να φύγει από το χέρι ενός φονιά· όχι από την αξιολάτρευτη μουσούδα ενός κερασφόρου φυτοφάγου ζωντανού.

Όταν επιστρέφει στον μίζερο καταυλισμό τους, η εικόνα των ελαφιών παίζει ακόμη πίσω από τον αμφιβληστροειδή της. Θεωρεί τα ελάφια καλό οιωνό. Αν πίστευε στον Θεό, πιθανότατα θα θεωρούσε πως Εκείνος τα έστειλε για να την ηρεμήσουν. Μ' αυτή της την σκέψη, συγχύζεται ακόμη περισσότερο όσον αφορά στις θρησκευτικές της αντιλήψεις. Πιστεύει, ή όχι; Αν υπάρχουν φαντάσματα, δεν θα μπορούσε να υπάρχει αναλογικά και ένας δημιουργός...;

«Πού τρέχει ο λογισμός σου;»

Χαμογελάει στον Τζόναθαν αφηρημένα και νιώθει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Όχι τόσο από συστολή που την έπιασε να συλλογίζεται τα θεία, όσο επειδή ο ψίθυρός του της ήχησε γλυκός, τρυφερός. Και απολαμβάνει την τρυφερότητα όταν έχει πηγή εκείνον.

  «Στον Θεό» του απαντάει σοβαρά.

Το ένα του φρύδι χάνεται κάτω από τα λευκά τσουλούφια του και η Άιβορι γελάει. Συνήθως όλοι το βρίσκουν περίεργο όταν τους ανακοινώνει πως προβληματίζεται επάνω σε θέματα θρησκείας.

  «Και λοιπόν; Κατέληξες κάπου;»

Η Άιβορι ανασηκώνει τους ώμους της.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now