Κεφάλαιο Όγδοο

437 84 47
                                    

Πάντα της άρεσαν τα βίαια τραγούδια. Τα εκτιμούσε ανέκαθεν, από την ηλικία που άρχισε να ανακαλύπτει τον εαυτό της. Όπως ανέκαθεν ένιωθε και το στήθος της να κοχλάζει στο άκουσμα σεναρίων εκδίκησης. Γι' αυτό και τώρα, όσο κάθεται στον σταθμό του τραίνου περιμένοντάς το φτάσει για να την κατεβάσει στο Εδιμβούργο, αναρωτιέται και η ίδια πώς δεν χτυπιέται ολόκληρη με τους Adastreia που ξεχύνονται από τ' ακουστικά της. Βίαιη, οργισμένη μουσική με στίχους που μιλάνε για εκδίκηση. Ό,τι χρειάζεται για να ηρεμήσει την ψυχή της.

Η εκδίκηση αυτή καθεαυτή, παρόλα αυτά, δεν την εντυπωσιάζει. Θαυμάζει όσους έχουν το θάρρος και τον εγωισμό για να ανακτήσουν έτσι το χαμένο τους δίκιο, όμως η Άιβορι θεωρεί πως κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να το κάνει. Πρέπει να μισείς κάποιον για να τον εκδικηθείς. Κι εκείνη δεν μισεί κανέναν. Ούτε καν την Έμελιν, την μικρή της αδερφή, που με τον ερχομό της της στέρησε ακόμη κι αυτά τα ελάχιστα που είχε. Άλλωστε, μια τέτοια ενέργεια δεν επιτρέπει περιθώρια λάθους. Ένα μικρό στραβοπάτημα αρκεί για να εξευτελίζει τον εκδικητή για το υπόλοιπο της ζωής του. 

Ίσως γι' αυτό θαυμάζει αλλά δεν αφομοιώνει την κουλτούρα της εκδίκησης. Επειδή δεν θα επιτρέψει ποτέ στον εαυτό της να ξεφτιλιστεί. Ψιθυρίζοντας τους στίχους του νέου της ακουστικού πάθους και νιώθοντας τους χτύπους της καρδιάς της να αυξάνονται ακανόνιστα - αυτό αναζητά στη μουσική, αυτόν τον άγριο ενθουσιασμό που ταράζει την αρμονία της ανώτατης δημιουργίας της φύσης, της τέλειας εσωτερικής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού - παγιδεύει ανάμεσα στα δάχτυλά της μια από τις μακριές κόκκινες μπούκλες της και την περιεργάζεται με αφοσίωση. 

Άντε γαμήσου, Μαριάμ Μπέρσνελ, σκέφτεται με πίκρα. Δεν αισθάνεται άσχημα για τον συλλογισμό της, παρόλο που η κοπέλα της φέρθηκε όπως έπρεπε όταν συναντήθηκαν. Δεν θα μπορούσε να την συγκινήσει ακόμη κι αν ήταν ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο. Η απόφασή της καθόρισε την θέση που έχει τώρα στην καρδιά της Άιβορι. Δηλαδή καμία.

  «Μπορεί να φοβόταν μην της χαλάσει η υγρασία το τέλειο ίσιωμα. Τι λες κι εσύ;» ψιθυρίζει στην μπούκλα που κρατάει στο χέρι της.

Την αφήνει κάτω απογοητευμένη και κοιτάζει το χέρι της να πέφτει σαν άψυχο στο πλευρό της. Κάνει μερικά βήματα αριστερά κι έπειτα κάμποσα δεξιά, για να μείνει, στο τέλος, ακίνητη. Κοιτάζει γύρω της αφηρημένη, χωρίς να ψάχνει για κάτι συγκεκριμένο.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now