Κεφάλαιο Τριακοστό

310 56 75
                                    

Οι ώρες περνούν κι ο Ντάνιελ παραμένει δεμένος. Ο Έιντεν για λίγο βημάτιζε μπροστά του κι έπειτα εξαφανίστηκε, όμως πριν λίγο ήρθε κοντά του ξανά. Γι' αυτό και τώρα περιμένει. Φαντάζεται πως δεν θα περάσει πολλή ώρα πριν αυτός ο άντρας που τόσο μισεί συνειδητοποιήσει ότι το να τον κρατάει δεμένο δεν είναι και η καλύτερη τακτική που θα μπορούσε να ακολουθήσει.

Παρακολουθεί τα πηγαινέλα του σιωπηλός, προσπαθώντας να εξορίσει απ' το μυαλό του τη σκέψη πως οι καρποί του τον πονούν απ' το σχοινί που έχει αρχίσει να χώνεται στη σάρκα του. Τα δάχτυλά του έχουν παγώσει από την ακινησία κι έχουν αρχίσει να μπλαβιάζουν. Τα δεσμά του τον σφίγγουν τόσο πολύ, που η κυκλοφορία του αίματος από και προς τις παλάμες του είναι από κάκιστη έως και ανησυχητική. Αν ο Έιντεν δεν τον λύσει αμέσως τώρα, τα χέρια του θα αχρηστευτούν από την έλλειψη οξυγόνου. 

  «Ίσως αν με έλυνες να γλίτωνα την αχρήστευση των άκρων μου» πετάει στο τέλος έτσι, για να μην μπορεί να πει πως δεν το δοκίμασε. Ανασηκώνει τους ώμους του μιλώντας, ακόμη κι αν ξέρει πως ο Έιντεν δεν τον βλέπει. Ίσως επειδή έχει καταθέσει τα όπλα πριν καν αρχίσει η μάχη. Δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Ο συναισθηματικός του κόσμος μοιάζει με το κουβάρι από επιδέσμους που τοποθετούσαν οι ταριχευτές στα σώματα των νεκρών τους στην αρχαία Αίγυπτο, για να διατηρήσουν το αδειανό κορμί τους στους αιώνες των αιώνων· δηλαδή σε πλήρη σύγχυση και κατά πάσα πιθανότητα ολότελα απονεκρωμένος.

  «Σκάσε!» φωνάζει ψιθυριστά ο Έιντεν όταν ξεφυτρώνει απότομα μπροστά του. Έπειτα όμως φαίνεται να το μετανιώνει. Το πρόσωπό του μαλακώνει και παίρνει μια έκφραση απόλυτης λύπησης. «Καλά. Θα δω τι μπορώ να κάνω» μουρμουρίζει παραιτημένος μετά.

Ο Ντάνιελ περιμένει. Τον παρακολουθεί να απομακρύνεται και να ψάχνει στις τσέπες του, όπου κουδουνίζουν κλειδιά και μετάλλινες θήκες για ακριβά τσιγάρα. Αναγνωρίζει τον θόρυβο, και θα μπορούσε να τον καταλάβει ακόμη κι από χιλιόμετρα. Και τι δεν θα 'δινε για να μπορούσε να καπνίσει τώρα ένα τσιγάρο. 

Ορθώνει τον κορμό του μόλις βλέπει τον Έιντεν να παίζει κάτι στα δάχτυλά του και να έρχεται με αργά βήματα προς το μέρος του. Το στραβό του μειδίαμα είναι άψυχο και παγερό, και δεν του αρέσει καθόλου. Ωστόσο εκείνος απλώς κάθεται στις φτέρνες του μπροστά του και στηρίζει τους αγκώνες του στα λυγισμένα του γόνατα. Τον κοιτάζει με το καστανό του βλέμμα να σπιθίζει. Οι μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών του βαθαίνουν όπως χαμογελάει, κι από την έκφρασή του φαίνεται πως δεν σηκώνει αστεία. Όχι ότι ο Ντάνιελ είχε πρόθεση να κάνει κανένα.

Αιωνιότητα: Οι Συλλέκτες των ΝεκρώνWhere stories live. Discover now