Η τρελή και η δειλή.

732 36 0
                                    

Η Ιζαμπέλα, για καλή τους τύχη, έμενε σε ένα στενό, απέναντι από τον μεγαλύτερο δρόμο της μικρής πόλης, επομένως δεν θα αργούσε να γυρίσει σπίτι της, πριν καταλάβουν οι γονείς της ότι βρισκόταν εκτός σχολείου, χωρίς την άδεια τους. Η Βικτόρια ακολουθούσε από πίσω την Ιζαμπέλα, που έστριψε σε ένα στενό πριν τον μεγάλο δρόμο για να περάσουν από το σούπερ μάρκετ της περιοχής. Δεν ήθελε να γίνεται παρανοϊκή, αλλά η αλήθεια ήταν πως της φαινόταν πολύ περίεργο που δεν ήξερε τίποτα για εκείνη και το αγόρι. Βρήκε ευκαιρία να την παρατηρήσει καλύτερα. Φορούσε γούνινα μποτάκια που είχε πατήσει στραβά πολλαπλές φορές απ ότι φαινόταν, το τζιν παντελόνι της αρκετά φθαρμένο αλλά καθόλου καινούριο, με χαμηλό καβάλο. Το κόκκινο μπλουζάκι της είχε ανοιχτό μπούστο που τόνιζε το μεγάλο στήθος της. Στο πρόσωπο της ξεχώριζες την έντονη σκουρόχρωμη, σαν την ίδια, πούδρα, ειδικότερα επάνω στην λεπτή μικρή ίσια μύτη της που στόλιζε ένα κρικάκι. Τα κοντά της μαλλιά, ξυρισμένα πλήρως από τη μια πλευρά, ήταν μαζεμένα σε ένα πρόχειρο κότσο που χοροπηδούσε στο περπάτημα της.
Μπήκαν στο σούπερ μάρκετ ενώ η Ιζαμπέλα έλεγε λίγα πράγματα στην Βικτόρια για τον εαυτό της. Είχε ένα αγόρι, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, είχαν τον πιο τέλειο έρωτα που υπήρξε και ζούσαν λες και είχαν βγει από ταινία. Προφανώς όλο αυτό φάνηκε πολύ υπερβολικό στην Βικτόρια, αλλά προτίμησε να το αγνοήσει. «Τον αγαπάω και με αγαπάει, και κάνουμε το καλύτερο σεξ που υπάρχει, γαμιόμαστε κάθε μέρα.» είπε η Ιζαμπέλα και κοίταξε την Βικτόρια ενώ άρχισε να γελάει λίγο πρόστυχα. Η Βικτόρια γέλασε λίγο συγκροτημένα πράγμα που ενόχλησε την Ιζαμπέλα. «Γέλα ρε μαλάκα! Όχι που δεν σου άρεσε!» και ενώ ακόμα χαζογελούσε την χούφτωσε δυνατά στα οπίσθια. Η Βικτόρια πετάχτηκε έκπληκτη και την κοίταξε ενοχλημένη. «Πας καλά;» της είπε και γέλασε αμήχανα. «Έλα χαλάρωσε! Πλάκα κάνουμε!» είπε ενώ πήρε δύο τρία πακέτα πατατάκια από τα ράφια στα χέρια της.
Μετά από αυτό πήγαν να δανειστούν ταινία.
«Και για πες. Αυτός τελικά ήταν ο ένας και μοναδικός; Ή είχες κι άλλους στο παρελθόν;» η Ιζαμπέλα έδειξε πάλι εκείνο το πονηρό χαμόγελο.
«Είμαι 16 χρόνων! Τι άλλο θα μπορούσα να είχα προλάβει να κάνω;» είπε η Βικτόρια ενοχλημένη και θυμήθηκε πως πάλι έλεγε ψέματα. Κατά κάποιο τρόπο.
«Δεν ξέρω τι κάνετε εσείς τα κορίτσια τώρα πια σε τέτοιες ηλικίες! Παλιά στα 16 δεν είχε παιχτεί ούτε φάσωμα τώρα τα δεκαεξάχρονα παίρνουν παρτούζες τους συμμαθητές τους..»
Η Βικτόρια την κοίταξε παραξενεμένη. «Γιατί εσύ πόσο χρονών είσαι;»
«Αααα ναι ξέχασα!» η Ιζαμπέλα γέλασε και γύρισε να της ρίξει ένα ύπουλο βλέμμα. «Δεν είναι η πρώτη φορά που ξεκινάω το λύκειο βλέπεις.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή είμαι 21 χρονών.» είπε η Ιζαμπέλα και μπήκε στο μαγαζί με τις ταινίες. «Λες να πάρουμε θρίλερ;» είπε για να μην αναλυθεί άλλο το θέμα της ηλικίας της. Η Βικτόρια δεν προσπάθησε να ξύσει τυχόν ανοιχτές πληγές, όπως δεν ήθελε να πειράζουν και τις δικές της και άρχισαν μαζί να ψάχνουν για ταινία. Βρήκαν ένα θρίλερ και αφού η Ιζαμπέλα την έπεσε στον υπάλληλο επειδή δεν είχε κάρτα μέλους, βγήκαν από το μαγαζί.
«Άρα δεν είχε παιχτεί ούτε ένα φάσωμα πριν τον κύριο χορευταρά;» αστειεύτηκε η Ιζαμπέλα μα κοίταξε την Βικτόρια περιμένοντας απάντηση.
«Όχι. Τίποτα. Οι γονείς μου δεν είναι και οι πιο ελεύθεροι και χαλαροί γονείς που υπάρχουν.»
«Δηλαδή... δεν είχε παιχτεί ποτέ τίποτα.. ούτε με το αντίθετο φύλο ας πούμε;» οι δύο κοπέλες κοιτάχτηκαν σιωπηλά.
«Όχι. Για κανένα λόγο.» η απάντηση της Βικτόρια ήταν απότομη και δεν σήκωνε περαιτέρω συζήτηση. Προσπέρασε τη φίλη της προσπαθώντας να ξεχάσει, την ανάμνηση του πρώτου της φιλιού, με ένα άτομο όχι του αντιθέτου φύλου από το δικό της.
Άρχισαν να γυρίζουν προς το σπίτι.  Όταν έφτασαν κοντά στο μεγάλο δρόμο η Βικτόρια σταμάτησε. Ο δρόμος ήταν γεμάτος αυτοκίνητα που  περνούσαν με  φόρα από τη  στροφή  που ήταν φαινομενικά αδύνατον να σε δει οδηγός εκεί που στέκονταν τα δύο κορίτσια. Τότε η Βικτόρια είδε την Ιζαμπέλα να την προσπερνάει αδιάφορα και να μπαίνει μέσα στο δρόμο χωρίς καν να κοιτάξει για τα αυτοκίνητα. Ένα αμάξι σταμάτησε απότομα λίγα εκατοστά από το σημείο που στεκόταν και την έβρισε. Η Ιζαμπέλα γύρισε και κοίταξε την Βικτόρια λες και ο οδηγός δεν υπήρχε. «Τι κάθεσαι και με κοιτάς σοκαρισμένη; Έλα!» η Βικτόρια κοίταξε δειλά τον οδηγό κι έπειτα την Ιζαμπέλα που δεν φαινόταν να έχει όρεξη να κουνηθεί αν δεν την ακολουθούσε η φίλη της. Έτσι πέρασε βιαστικά το δρόμο για να φτάσει στο μεσαίο μικρό πεζοδρόμιο που χώριζε τη λεωφόρο σε δύο μεριές για να περνάνε τα αυτοκίνητα αντίθετα. Η Ιζαμπέλα την ακολούθησε ελευθερώνοντας το δρόμο για τον οδηγό που είχε γίνει έξαλλος. Γελούσε. «Μην είσαι τόσο κότα κοπέλα μου! Ζήσε λίγο ελεύθερα!» και η Ιζαμπέλα έκανε το ίδιο πράγμα και στον επόμενο δρόμο. «Με τρελή έμπλεξα...» σκέφτηκε η Βικτόρια και πέρασε πάλι το δρόμο τρέχοντας.
Έφτασαν επιτέλους σπίτι. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία και ξεκινούσε από μια αυλή. Έπειτα έφτανες σε μια μεταλλική εξωτερική σκάλα που σε ανέβαζε σε μια λεπτή πόρτα με τζάμια που δεν έβλεπες από μέσα, ευτυχώς. Μόλις έφτασαν στο κατώφλι, ένα μικρό σκυλάκι άρχισε να χοροπηδάει πίσω από την πόρτα και να γαβγίζει επίμονα και νευρικά. «Σκάσε τσούλα!» φώναξε ι Ιζαμπέλα πίσω από τη πόρτα καθώς ακόμα ξεκλείδωνε. Η Βικτόρια την κοίταξε περίεργη. «Έτσι την έχω ονομάσει.» απολογήθηκε η Ιζαμπέλα και άνοιξε την πόρτα. Το μικρό τσιουάουα άρχισε να χοροπηδάει πάνω στα πόδια των δύο κοριτσιών ενώ δεν είχε σταματήσει να γαβγίζει. «Σκάσε μωρή! Μη φοβάσαι δεν δαγκώνει. Μόνο αν σε δει να με αγκαλιάζεις ίσως αγριέψει αλλά και πάλι.» η Ιζαμπέλα τρύπωσε μέσα στο δωμάτιο και έκλεισε το σκυλί....την τσούλα, απ'έξω.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now