Sweet escape.

506 26 2
                                    

Τζιμ: «Πρέπει να σε δω... Επειγόντως!»
Βικτόρια; «Που είσαι;»
Τζιμ: «Σε λίγες ώρες φτάνω στην πόλη σου. Μπορείς να βρεθούμε;»
Βικ(τόρια): «Πες μου που θα με περιμένεις και θα έρθω... όλα καλά;»
Τζιμ: «Καθόλου. Θα σου πω από κοντά. Βικ... Σε χρειάζομαι.»
Και μόνο που τα διάβαζε η καρδιά της χόρευε στο στήθος της. Έσπρωξε την Ιζαμπέλα που είχε χώσει το κεφάλι της κοντά στην οθόνη και φυσούσε τον καπνό του τσιγάρου στο οπτικό της πεδίο, και συνέχισε να διαβάζει τη συνομιλία.
Βικ: «Τι ώρα θα είσαι εδώ;»
«Πόσο εύκολη είσαι ρε μαλάκα!» η Ιζαμπέλα δεν κρατήθηκε και άρχισε να γελάει εκνευριστικά. Η Βικτόρια ανάστεναξε.
Τζιμ: «Κατά τις πέντε υπολογίζω. Αλλά φοβάμαι μην πετύχω κανέναν γνωστό. Ίσως είναι καλύτερα να βρεθούμε κάπου έξω από την πόλη.»
Πόσο μακριά μπορούσε να το τραβήξει το σκοινί; Την έπεισε μέχρι και να σηκωθεί να βγει από την πόλη για να τον συναντήσει. Ειδικά σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή που οι γονείς της δεν είχαν ξεπεράσει το προηγούμενο συμβάν.. και πως τον έβαλε μετά μέσα στο δωμάτιο της; Συνέχισε να διαβάζει παρόλο που όπως φαινόταν οι συνομιλίες της έδιναν περισσότερες ερωτήσεις πάρα τις απαντήσεις που έψαχνε.
Βικ: «Δεν ξέρω πως θα βγω από εδώ πέρα Τζιμ. Οι γονείς μου από τότε που έγιναν όσα έγιναν δεν είναι ιδιαίτερα ελαστικοί μαζί μου ξέρεις.»
Τζιμ: «Το ξέρω το καταλαβαίνω..δεν ξέρεις πόσο έχω μετανιώσει που έκανα όσα έκανα Βικ..και για αυτά θέλω να σου μιλήσω αρκεί να έρθεις.. κάντο για εμένα.. για όσα περάσαμε.»
Πόσο μεγαλύτερη επιρροή μπορούσε να έχει πάνω της; Την επηρέαζε μέχρι και από τα μηνύματα. Μπορούσε να ακούσει όμως τη φωνή του. Την τρυφερή φωνή του να της μιλάει στο αυτί. Να της λέει όλα όσα πέθαινε να ακούσει. Γιατί την άγγιζαν τόσο πολύ όσα έλεγε; Πως μπορούσε να την μαγέψει με τόσο λίγη προσπάθεια; Τα αισθήματα που της προκαλούσε την έκαναν να θέλει να πετάξει, η καρδιά της έφτανε στα σύννεφα.. αλλά όσο απότομα και ψηλά έφτανε, τόσο πιο γρήγορα και δυνατά έπεφτε στον πάτο. Ένιωθε πως αν δεν είχε την κόλαση δεν θα είχε και τον παράδεισο. Και δεν είχε ιδέα αν αυτός ο άνθρωπος είχε έρθει γι αυτήν από τον παράδεισο, ή από την κόλαση.
Βικ: «Θα είμαι εκεί.»
Τζιμ: «Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω μάτια μου.. ανυπομονώ να σε δω.»
Η συνομιλία εκεί κοβόταν. Ξεκινούσε ξανά μετά από πολλές ώρες, στις 3 το βράδυ με ένα και μοναδικό μήνυμα τις Βικτόρια: «Κοιμούνται. Ανέβα.»
«Μπράβο μωρή μας φώτισαν τα εκφραστικά σου μηνύματα.» η Ιζαμπέλα στεκόταν δίπλα στο κεφάλι της σαν το διαβολάκο στα παιδικά. Η Βικτόρια κοίταξε στην άλλη πλευρά του λαιμού της ψάχνοντας απελπισμένα το αγγελάκι της, αλλά αυτό λογικά είχε παραιτηθεί εδώ και πολύ καιρό. Ανάστεναξε.
«Λοιπόν. Το μόνο που μας μένει είναι να πάμε έξω από την πόλη. Εκεί που βρεθήκατε.»
Η Ιζαμπέλα δεν είχε άδικο. Ίσως αν έβλεπε ξανά τα ίδια μέρη να τη βοηθούσε να θυμηθεί.
«Ναι. Μόνο που την περιοχή που πήγαμε μου την είπε αργότερα από το τηλέφωνο. Δεν είμαι σίγουρη που ακριβώς ήμασταν.»
«Εντάξει, αλλά θυμάσαι περίπου έτσι;»
«Κάτι θυμάμαι.»
Η Ιζαμπέλα σηκώθηκε ξανά και πέταξε το τελειωμένο της τσιγάρο κάτω. «Τέλεια. Φύγαμε. Ίσως προλάβουμε να γυρίσουμε πριν καταλάβουν οι δικοί σου ότι την κοπάνησες.»
Το καλό με την μικρή πόλη είναι ότι δεν αργείς εύκολα, όσο μακριά κι αν πας. Τα δύο κορίτσια έφτασαν σύντομα σε μια στάση λεωφορείου. Η Ιζαμπέλα στάθηκε ακριβώς εκεί που θα σταματούσε το λεωφορείο όταν θα ερχόταν και έσκασε ένα ηλίθιο χαμόγελο ενώ τα μάτια της εξέφραζαν μια όρεξη για παιχνίδι. Η Βικτόρια απλά αναρωτήθηκε τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί αυτή η κοπέλα για να κάνει. «Πάμε να φύγουμε.» της είπε χωρίς να φύγει το σχιζοφρενικό της χαμόγελο από το πρόσωπο της.
«Τι εννοείς;» η Βικτόρια απόρησε με την τρελή ιδέα της φίλης της.
«Πάμε κάπου αλλού. Μακριά. Μαζί. Θα τα αφήσουμε όλα πίσω! Θα κλέψουμε ένα αυτοκίνητο και θα πάμε όπου μας βγάζει ο δρόμος, εσύ θα γλιτώσεις από τους γονείς σου, αυτό το άθλιο σχολείο, αυτόν τον άθλιο ας τον πούμε έρωτα..»
Όλο αυτό της ακουγόταν ξαφνικά τόσο δελεαστικό. Βλέποντας την λαχτάρα στα μάτια της άλλης, ένιωσε την ίδια επιθυμία να το κάνει. Για ένα λεπτό το φαντάστηκε. Αυτές τις δύο, σε ένα αμάξι να οδηγούν στο πουθενά, μα να αφήνουν πίσω τόσα βάρη, τόσους πόνους, με την ελευθερία να απλώνεται μπροστά τους. Και μέσα στα μάτια της, τα μάτια της της έδιναν την αίσθηση της ανεξαρτησίας. Ήθελε να τη φιλήσει ξανά. Όχι για κάποιο άλλο λόγο. Ένιωθε το απαγορευμένο να την προσελκύει ξανά. Αυτό το λάθος, ο απαγορευμένος καρπός, που δεν πρόλαβε να δοκιμάσει όσο ήθελε για να χορτάσει. Αυτή η μανία της, η τρέλα και η ακαταστασία που είχε μέσα η ζωή της.. γιατί της άρεσε τόσο; Γιατί κατά βάθος ένιωθε πως την είχε ανάγκη, μα την ίδια στιγμή την τρόμαζε με μια ενθουσιώδη έννοια. Γιατί δεν ήξερε στο δικό της μυαλό, τι μπορεί να σκεφτόταν μέσα στο επόμενο λεπτό. Ήταν τόσο τρελή. Μα την λάτρευε γι αυτό. Κατά βάθος το ζήλευε και το θαύμαζε όσο τίποτα. Όμως τι ανάγκη την είχε εκείνη; Ζούσε μόνη της, έκανε τη ζωή της όπως της κατέβαινε στο κεφάλι. Γιατί να της ζητούσε κάτι τέτοιο;
«Και εσύ..;» η Βικτόρια συνέχισε την πρόταση που είχε αφήσει η φίλη της στη μέση.
Η Ιζαμπέλα δεν φαινόταν να έχει την τάση να απαντήσει. Το λεωφορείο ήρθε και άρχισε να της κορνάρει για να κάνει στην άκρη. Οι δύο κοπέλες μπήκαν στο λεωφορείο και η φανταστική ιδέα της Ιζαμπέλας έμεινε πισω χωρίς αυτές, στην ερειπωμένη στάση του λεωφορείου.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now