Όνειρα & εφιάλτες.

560 29 0
                                    

Βράδυ. Το δωμάτιο σκοτεινό. Στο σπίτι είχε πέσει μια τόσο βαριά ησυχία και ηρεμία που οι ψίθυροι των δύο κοριτσιών, όσο σιγά κι αν έβγαιναν από τα χείλη τους ακούγονταν σαν μια κανονική συζήτηση. Τουλάχιστον σε αυτές τις δύο. Η Βικτόρια ήταν ξαπλωμένη πλάγια, τα πυκνά κυματιστά μαλλιά της είχαν απλωθεί πίσω και πάνω από το κεφάλι της. Λίγα εκατοστά μακριά από το πρόσωπο της, κοίταζε την κολλητή της. Τα δύο κορίτσια είχαν συνηθίσει ήδη να βλέπουν αρκετά μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Είχαν πιάσει μια απο αυτές τις συζητήσεις που η ψυχή σου δεν έχει φόβο να κρατήσει μυστικά, η πραγματική σου άποψη και τα συναισθήματα σου είναι ανοιχτό βιβλίο, και μέσα στο σκοτάδι, η Βικτόρια για κάποιο λόγο, δεν φοβόταν αν θα φανούν και οι πιο βαθιές πληγές της.
«Δεν ξέρω γιατί... κάθε φορά που σε ξαναβλεπω μου φαίνεσαι πιο όμορφη.»
«Δεν νιώθω όμορφη, Έλεν. Έχω κουραστεί να μη νιώθω όμορφη. Εσύ έχεις αυτά τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, λεπτεπίλεπτο σώμα, το πιο γλυκό χαμόγελο που έχω δεί.. εγώ δεν έχω τίποτα.»
«Μη το λες αυτό. Ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσουν τα δικά σου μάτια; Δεν είναι σαν καμίας άλλης. Για κάποιο λόγο τα κατάμαυρα μάτια σου με μαγεύουν όταν τα κοιτάω. Μου κόβουν την ανάσα..»
Η Βικτόρια έπνιξε ένα γέλιο στο μαξιλάρι της και η Έλεν έκανε το ίδιο και τα βλέμματα τους συναντήθηκαν ξανά. Το διάβαζε στο βλέμμα της, πως δεν το είχε δει τόσο καιρό;
«Εσύ Βικτόρια δεν σταματάς να ομορφαίνεις. Εγώ έχω κολλήσει εδώ που είμαι όσο κι αν μεγαλώσω δεν αλλάζω το έχω παρατηρήσει μένω ίδια.»
«Ναι αλλά είσαι όμορφη έτσι όπως είσαι.»
«Μου θυμισες Μπρούνο Μαρς τώρα.»
«Μην τον ακούς και πολύ θα πάθεις τίποτα.»
Οι κοπέλες γέλασαν ξανά. Ησυχία επικράτησε στο δωμάτιο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια χωρίς να γελούν, με μια παύση που προειδοποιούσε ότι επακόλουθη ερχόταν μια σοβαρή ερώτηση. Ίσως έφταιγε που η Βικτόρια είχε παίξει ξανά και ξανά αυτές τις συζητήσεις στο μυαλό της, δεν μπορούσε να τις ξεχάσει.
«Έλεν.. θα μείνεις δίπλα μου για πάντα;» η φωνή της Βικτόρια παραλίγο να σβήσει από φόβο καθώς τη ρωτούσε. Η Έλεν ακούμπησε το χέρι της στο πρόσωπο της φίλης της. Τα μάτια της ήρθαν πιο κοντά δυναμώνοντας την επιβεβαίωση που βγήκε σιγά από τα χείλη της. Η Βικτόρια τα αποτύπωσε στο μυαλό της βαθιά σαν σημάδι. Μάλλον επειδή όλα όσα είχαν γίνει με την κολλητή της πλέον της είχαν γίνει σημάδι. Μια πληγή που δεν μπορούσε να κλείσει. Ίσως ούτε ήθελε. «Για πάντα.»
Το ξυπνητήρι την έκανε να πεταχτεί ελαφρά από τον ύπνο της και να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Όμως παρόλα αυτά κοίταξε δίπλα της στο κρεβάτι. Και αυτό που είδε, παραλίγο να την κάνει να ουρλιάξει καί μετά να της έρθει εμετός. Μετά κλάμα μετά γέλιο, τα αισθήματα ήταν ανάμεικτα λόγω του μεγάλου σοκ. Δίπλα της, ήταν ξαπλωμένος ο Τζιμ. Το κεφάλι του ήταν γυρισμένο από την άλλη μεριά, αλλά αναγνώριζε το τατουάζ στον σβέρκο του και τη γυμνασμένη γυμνή πλάτη του. Καλύφθηκε τρομαγμένη με το σεντόνι, αν και δεν υπήρχε λόγος τα πράγματα από μεριάς του φαινόταν να έχουν πέσει σε καταστολή, τόσο βαριά που κοιμόταν. Μετά το σοκ, ακολούθησε ένα σφυροκόπημα μέσα στο κρανίο της λες και κάποιος τη χτύπησε από μέσα προς τα έξω και κοίταξε γύρω της. Ήταν στο σπίτι της, ευτυχώς ή δυστυχώς, τα ρούχα και των δύο πεταμένα εδώ κι εκεί, εδώ λέμε μόνο δυστυχώς, και ένα μπουκάλι βότκα πεταμένο στο χαλί, το μισό είχε τρέξει και επάνω στο χαλί άντε να το εξηγήσει αυτό στους γονείς της, και το στομάχι της ανακατευόταν του σκοτωμού. Ξανακοίταξε δειλά τον νεαρό δίπλα της για να βεβαιωθεί πως αναπνέει. Ναι, ανέπνεε, ευτυχώς...ή δυστυχώς.
Προσπάθησε να εντοπίσει τυχόν φασαρία στο σπίτι, ελπίζοντας οι δικοί της να είχαν φύγει ήδη για τις δουλειές τους. Όταν επιβεβαιώθηκε σηκώθηκε από το κρεβάτι και ντύθηκε ενώ δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από τον Τζιμ που φαινόταν να μην έχει πάρει χαμπάρι.
Μάζεψε τα ρούχα του από το πάτωμα και τα ακούμπησε στα πόδια του κρεβατιού για να ντυθεί αμέσως μόλις ξυπνήσει, δεν ήθελε να τον έχει να κυκλοφορεί γυμνός μέσα στο σπίτι, και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Και εκεί πήρε μια ανάσα.
«Οκ Βικτόρια οκ... Μη φρικάρεις...μη φρικάρεις. Μη! Μη φρικάρεις!» και κάπως έτσι άρχισε να φρικάρει. Πως βρέθηκε αυτός στο δωμάτιο της; Πόσο είχε πιει χτες; Το κινητό της ίσως είχε μερικές από τις απαντήσεις που έψαχνε. Αλλά το είχε ξεχάσει μέσα στο δωμάτιο. «Μπράβο ηλίθια» είπε στον εαυτό της μέσα από τα δόντια της, ναι ήταν πολύ σοκαρισμένη, όταν άκουσε τον τύπο να σηκώνεται από το κρεβάτι και να μπαίνει στο μπάνιο. Όταν άκουσε την ντουζιέρα να ανοίγει, τρύπωσε ξανά στο δωμάτιο και άρχισε να ψάχνει το κινητό της. «Που διάολο είσαι μωρέ!» ξαναμίλησε μόνη της καθώς δεν το έβρισκε πουθενά, το δωμάτιο ήταν γεμάτο σκόρπια ρούχα και το πάπλωμα με τα σεντόνια ένα στρογγυλό κουβάρι στη μέση του κρεβατιού. Πως έγινε αυτό πάλι... Δεν της έμενε επιλογή έπρεπε να το καλέσει. Το κινητό του Τζιμ ήταν επάνω στο κομοδίνο και το πήρε για να σχηματίσει τον αριθμό του κινητού της. Στην οθόνη του κινητού του είδε μηνύματα από την πρώην του. Το μυαλό της αγνόησε το μαχαίρι που της καρφώθηκε στην ψυχή και σχημάτισε τον αριθμό. Το κινητό άρχισε να δονείται στο πάτωμα, μέσα στην τσέπη από το πεσμένο τζιν παντελόνι της. Έσκυψε να το πάρει όταν η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά της ο Τζιμ με μια πετσέτα γύρω από τη μέση του.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα