Another love.

277 17 2
                                    

Ο καιρός ήταν άθλιος εκείνη τη μέρα, μα δεν την ενδιέφερε. Τα σύννεφα που έδιναν μια καταθλιπτική διάθεση στην ατμόσφαιρα ταίριαζαν απόλυτα με τα σκοτεινά χρώματα της ψυχικής της κατάστασης. Οι χθεσινές χαρακιές συχνά πυκνά της έστελναν ένα τσούξιμο, μα είχε συνηθίσει. Σιχενόταν όλων των ειδών τα κοσμήματα, αλλά φορούσε αναγκαστικά μερικά βραχιόλια στα χέρια της για να κρύβει τα σημάδια. Βέβαια σε τέτοιο καιρό δεν έβλεπε κανείς τα χέρια της κάτω από τα μανίκια αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Περίμενε υπομονετικά στη στάση το λεωφορείο. Δεν ήξερε που θα πάει, ή ίσως κατά βάθος να ήξερε απλώς δεν ήθελε να παραδεχτεί πως είχε την τάση να πέσει τόσο χαμηλά ξανά. Είχε ανάγκη όμως ένα τρόπο να ξεφύγει. Τον είχε για άλλη μια φορά ανάγκη.
Έκλεισε το φερμουάρ από το μαύρο φούτερ που είχε δανειστεί από τον αδερφό της (ό,τι ρούχο του ήταν μικρό το έκλεβε αυτή ειδικά αν ήταν σκουρόχρωμα ρούχα) και κοίταξε την ώρα στο κινητό της. Όσο και να αργούσε το λεωφορείο εκείνος θα αργούσε να φτάσει έξω από το κολυμβητήριο που συμφώνησαν πριν λίγη ώρα μέσω τηλεφώνου να συναντηθούν. Η καρδιά της όμως χτυπούσε κιόλας σαν τρελή και το στομάχι της φτερούγιζε.
Μπήκε στο λεωφορείο. Η ώρα ήταν 10 και ήταν η πιο επικίνδυνη ώρα για να δουν οι άνθρωποι ένα κορίτσι σχολικής ηλικίας σε ένα λεωφορείο. "Κοπάνα θα κάνει η μικρή." Αυτό διάβαζες στα μάτια τους, κι έτσι η Βικτόρια προσπάθησε να μην κοιτάζει κανέναν από όσους ήταν μέσα στο λεωφορείο όσο περίμενε με ανυπομονησία πότε θα φτάσει στον προορισμό της. Και όταν τελικά κοίταξε λίγα βήματα πιο μπροστά της στο λεωφορείο και είδε την διευθύντρια της σχολής θηλέων της κόπηκαν τα πόδια. Έκανε μια απότομη κίνηση σαν νίντζα που αποφεύγει με ελιγμούς την κίνηση του εχθρού του και χώθηκε ανάμεσα σε δύο ευτραφείς άνδρες. Πήρε μια ανάσα ελπίζοντας να μην την έχει παρατηρήσει. Άρχισε να παίρνει κοφτές ανάσες καθώς η μασχάλη του ενός ήταν πολύ κοντά στη μύτη της με αποτέλεσμα να της φέρνει μια όχι και τόσο απολαυστική μυρωδιά, κι έπειτα κοίταξε με την άκρη του ματιού της προς τη διευθύντρια που δεν είχε κουνηθεί από τη θέση της, πράγμα που ήταν καλό. Στεκόταν όρθια κοντά στην πόρτα ενώ κρατούσε έναν στύλο με το χέρι της μέσα σε ένα μαντήλι, φανερά ενοχλημένη και ανυπόμονη να βγει έξω. Στο άλλο της χέρι κρατούσε ένα καλυμμένο κοστούμι που η Βικτόρια υπέθετε ότι πήγαινε σε κάποιο καθαριστήριο. Μία στάση έπειτα η διευθύντρια βγήκε από το λεωφορείο δίχως να κοιτάξει πίσω της και η Βικτόρια επιτέλους βγήκε από την κρυψώνα της και ανάσανε. Όπου να ναι θα έφτανε κι εκείνη στον προορισμό της. Με τον δυνατό άνεμο τα σύννεφα άνοιξαν δρόμο στον ήλιο που ζέστανε την εικόνα της διαδρομής. Και τώρα η Βικ ένιωσε έναν ενθουσιασμό. Και ο ενθουσιασμός άρχισε να της δίνει ελπίδες. Ελπίδες πως ίσως τα πράγματα να μην ήταν και τόσο άσχημα. Ελπίδες πως ίσως να υπήρχε κάτι που μπορούσε επιτέλους να πάει καλά. Η Βικτόρια είχε ελπίδες... πως είχε ελπίδες.
Μόλις έφτασε στο σημείο που συμφώνησαν να βρεθούν είδε πως η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο και σκέφτηκε πως μάλλον ήταν κακή ιδέα να διαλέξουν τόσο δημόσιο μέρος, αλλά δεν είδε και πολύ σημασία, μπορούσαν μετά να πάνε αλλού. Μόλις διέσχισε το δρομάκι που κατευθύνει στο κέντρο της πλατείας και είχε όλους τους γύρω δρόμους στο οπτικό της πεδίο άρχισε να τον ψάχνει ενώ ακόμα περπατούσε βιαστικά. Και τον είδε να την πλησιάζει από μακριά. Πρώτο και καλύτερο βέβαια το σκυλάκι του που είχε φέρει μαζί και το κρατούσε με ένα λουρί. Η σκυλίτσα ήρθε ενθουσιασμένη στα πόδια της Βικτόρια και εκείνη άρχισε να τη χαϊδεύει ενθουσιασμένη.
"Τι κάνεις μικρούλα μου; Μου έλειψες!" η σκυλίτσα ακόμα την κοιτούσε με τη γλώσσα έξω και απολάμβανε τα χάδια χαρούμενη. Η Βικτόρια κοίταξε τον νεαρό που στεκόταν και την κοίταζε χαμογελαστός. Και όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν τα πράσινα δικά του, έλαμψαν.
"Χρόνια και ζαμάνια μικρή."

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now