Κάτι αναπάντεχο;

796 42 1
                                    

Βολεύτηκε στον καναπέ του ξένου σπιτικού που ήταν απέναντι από την οθόνη που έβαλαν την ταινία. Κοίταξε γύρω της μέχρι να έρθει η Ιζαμπέλα από την κουζίνα.
Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, ευρύχωρο, αλλά ασφυκτικά γεμάτο με πράγματα και σκόρπια αντικείμενα, ρούχα και δίπλα από την πόρτα του δωματίου ένα μεγάλο παλιό κομοδίνο με ένα καθρέφτη γεμάτο σημάδια ακαθαρσίας. Το κομοδίνο ήταν γεμάτο όσο δεν πήγαινε με όλων των ειδών μεικ απ, πούδρες, πινέλα και βούρτσες μπερδεμένα με κοσμήματα, μέχρι και κανά δυο ρούχα.
«Μόνη σου μένεις εδώ;» ρώτησε η Βικτόρια μιλώντας δυνατά αφού η φίλη της βρισκόταν ακόμα στην κουζίνα.
«Ναι! Τι θα πιείς; Μπύρα; Κρασί; Βότκα; Χαχαχαχα!»
«Μπύρα» είπε η Βικτόρια αν και δεν έπινε ποτέ της τέτοια ώρα αλλά της πρότεινε μόνο αλκοόλ οπότε δεν είδε πολλές επιλογές και σε σχέση με τα υπόλοιπα η μπύρα της φάνηκε πιο ελαφριά.
Η Ιζαμπέλα μπήκε στο δωμάτιο με ένα μπουκάλι μπύρα στο ένα χέρι και τη βότκα στο άλλο ενώ είχε αρχίσει να την πίνει ήδη από το μπουκάλι.
«Πας καλά;» της είπε η Βικτόρια ενώ εκείνη έπεσε δίπλα της στον καναπέ γελώντας.
«Έλα άραξε πίνω μόνο και μόνο επειδή έχω συνηθίσει και δεν μεθάω με τίποτα! Να πάρε εσύ το γάλα σου.» σχεδόν της πέταξε το μπουκάλι στο χέρι και ξεδίπλωσε μια κουβέρτα που κάλυπτε πρόχειρα τόση ώρα την πλάτη του καναπέ. Την τίναξε ώστε να καλύψει και τις δύο κοπέλες και έπειτα τράβηξε την Βικτόρια κοντά της. Μετά έβαλαν να δουν την ταινία. Η Ιζαμπέλα δεν φαινόταν να τρομάζει από το θρίλερ, όμως η Βικτόρια πεταγόταν που και που, πράγμα που έκανε την Ιζαμπέλα να γελάει ακόμα περισσότερο.
«Έλα εδώ φοβητσιάρα!» η Ιζαμπέλα που είχε κάτσει πλάγια στον καναπέ άπλωσε τα πόδια της και έφερε την Βικτόρια κοντά της φέρνοντας μαζί και το έντονο άρωμα που φορούσε στη μύτη της Βικτόρια που τη ζάλισε ελαφρώς. Η Βικτόρια μαζεύτηκε αμήχανα και έγινε ένα κουβάρι, κοντά στην κοπέλα. Είχε πιει όλη την μπύρα, περιέργως τη μέθυσε λίγο παραπάνω από όσο περίμενε ίσως έφταιγε το ότι δεν είχε φάει τίποτα.
«Έλα μη τρομάζεις άλλο.» της είπε σιγανα η Ιζαμπέλα και της φάνηκε ότι ήταν το μόνο πράγμα που της είχε πει χωρίς να περιέχει η πρόταση της προσβλητικό περιεχόμενο. Της ακούστηκε πολύ γλυκός ο τόνος της. Ξάπλωσε το κεφάλι της στον ώμο της Ιζαμπέλα που είχε αρχίσει να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Είχε αρχίσει να της φαίνεται παράξενο. Γιατί ήταν ξαφνικά τόσο καλή μαζί της; Ένιωσε πως η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει μα δεν είπε τίποτα, ίσως έβγαινε τρελή ή την ενοχλούσε το γεγονός ότι, αυτό το άρωμα της άρεσε υπερβολικά πολύ. Υπερβολικά..
Έγειρε το κεφάλι της στο λαιμό της για να μυρίσει το άρωμα και πριν καλά καλά καταλάβει τι γινόταν η Ιζαμπέλα έσκυψε και άγγιξε τα χείλη της στα δικά της. Η καρδιά της φτερούγησε πιο πολύ από όταν πετάγονταν οι τρομαχτικές σκηνές του θρίλερ, μα δεν έκανε πίσω. Τα χείλη της ήταν σαρκώδη και τόσο μεθυστικά, περισσότερο από την μπύρα. Πριν το καταλάβει την είχε πιάσει σφιχτά στην αγκαλιά της δεν σκεφτόταν τι έκανε, το μυαλό της έτρεχε τόσο γρήγορα ενώ ταυτόχρονα όλα έμοιαζαν να γίνονται μηχανικά, μα με τόση θέληση και απόλαυση. Η Ιζαμπέλα άγγιζε ήδη τρυφερά τα πόδια της εκείνη χάιδεψε τη μέση της φτάνοντας στο πλούσιο στήθος της, όταν κοιτάχτηκαν κατάματα, και η τρυφερότητα ξαφνικά είχε φύγει, την αντικατέστησε ένα δυνατό πάθος μια ένταση που άρχισε να βγαίνει, θα έλεγα αν μου επιτρέπεται, σε ένα είδος βίας. Ξάπλωσε την Βικτόρια κάτω και έπεσε από πάνω της άρχισε να της φιλάει το λαιμό να τη γλύφει από πάνω μέχρι κάτω και να την δαγκώνει στην αρχή του λαιμού. Της έσφιξε δυνατά το στήθος και η Βικτόρια βόγκηξε.
«Μου αρέσει ο τρόπος που βογκάς.» της ψιθύρισε ερωτικά και της δάγκωσε το λοβό του αυτιού απαλά. Δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει μα της άρεσε. Ένιωθε πανικό, μα ταυτόχρονα έναν ενθουσιασμό μια λαχτάρα για το άγγιγμα της. Η κοπέλα δεν σταμάτησε να τη φιλάει ενώ της έβγαλε την μπλούζα αφήνοντας την με το σουτιέν. Άρχισε να την φιλάει τώρα αργά, με τη γλώσσα της να κάνει μικρούς κύκλους επάνω στο κορμί της, κατεβαίνοντας σιγά σιγά προς τα κάτω. Όταν έφτασε εκεί που έπρεπε της έβγαλε το τζιν και άρχισε να τη φιλάει. Όχι, τέτοια αίσθηση δεν είχε νιώσει ξανά η Βικτόρια, πράγμα που αν δεν είχε μεθύσει ήδη θα την έκανε να νιώθει πανικό και φόβο, μα μόλις άρχισε, οι ανάσες της έμοιαζαν να μην της φτάνουν. Η Ιζαμπέλα, που έμοιαζε να ξέρει πολύ καλά τι πρέπει να κάνει, έπιασε σφιχτά τα πόδια της Βικτόρια που είχαν αρχίσει να τρέμουν από ηδονή. Έσφιξε με τα χέρια της ότι έβρισκε μπροστά της, προσπαθώντας να βγάλει κάπου την ένταση που της προκαλούσε εκεί κάτω η Ιζαμπέλα.
Και τότε, το μυαλό της άρχισε να τρέχει. Άρχισε να τρέχει στο πως ξεκίνησε όλο αυτό, στην απορία που είχε κατά βάθος πάντα, μήπως ήθελε κάτι άλλο, τον λόγο που πάντα ένα αρσενικό την έκανε να νιώθει ένα κενό, μα της άρεσαν τα αρσενικά, πάντα της άρεσαν, ήθελε τέρμα αρσενικό και δεν είχε καμία τάση να αγγίξει άλλη κοπέλα ποτέ της. «Καλά ας μη λέμε ψέματα στον εαυτό μας...»
Προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της μα αυτή τη φορά δεν έφευγαν, θέλω να πω, έκανε λεσβιακό δεν γινόταν ακριβώς να κρυφτούν εκείνη τη στιγμή στις πτυχές του μυαλού της. Το πρώτο της φιλί. Ναι. Το πρώτο της φιλί ήταν κάτι αλλόκοτο, κάτι αναπάντεχο. Όπως και αυτό που συνέβη εκείνη την ώρα. Όχι όμως δεν είχαν πιεί. Όχι δεν είχαν πάρει ουσίες. Εκτός αν θεωρούνται ουσίες, αυτές του έρωτα. Ενός έρωτα διαφορετικού από τους υπόλοιπους. Ένας έρωτας περίεργος, όμως όροφος. Γεμάτος εμπιστοσύνη, ασφάλεια, τρυφερότητα. Ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που γινόταν εκείνη τη στιγμή.
Τα δύο κορίτσια ήταν μόλις 14 χρονών. «Α, ρε Ιζαμπέλα δίκιο έχεις. Τα σημερινά κορίτσια ξεκινούν τις ερωτικές τους ζωές υπερβολικά νωρίς...»
«Τι βλακείες σκέφτεται ρε Βικτόρια, τώρα θα έπρεπε να σκέφτεσαι αχ Ιζαμπέλα τι μου κάνεις, όχι τα προσβλητικά σχόλια της περί των νεότερων κοριτσιών.»
Όπως έλεγα λοιπόν. Τα δύο κορίτσια ήταν μόλις 14 χρονών. Ήταν βράδυ και είχαν έρθει οικογενειακώς στο σπίτι της Βικτόρια. Εκείνη και η κολλητή της είχαν κλειστεί στο δωμάτιο και είχαν αρχίσει ήδη να μιλάνε για τον Τζιμ. Η Βικτόρια δηλαδή γιατί η Έλεν άκουγε και απλά νευρίαζε και της υπενθύμιζε πόσο ζώο ήταν το συγκεκριμένο άτομο. Εκείνη τη μέρα όμως η φίλη της ήταν περιέργως απίστευτα θυμωμένη. Πάντα σαν άτομο ήταν κλειστή, μέχρι και με την ίδια της την κολλητή, πράγμα που εκνεύριζε κατά βάθος την Βικτόρια αλλά δεν ήθελε να την πιέσει και το κρατούσε μέσα της.
«Τι πρόβλημα έχεις σήμερα;» ρώτησε με αγανάκτηση η Βικτόρια.
«Έχω βαρεθεί να σε ακούω να λες μαλακίες για αυτόν τον άχρηστο! Αυτό είναι το πρόβλημα μου δεν μιλάς για τίποτα άλλο έχεις πάθει ψύχωση.»
«Έτσι είναι ο έρωτας Έλεν, δεν ξέρω αν το ξέρεις εσύ με την ψυχρή συμπεριφορά που έχεις για όλους και όλα!»
«Δεν είμαι ψυχρή με όλα! Δεν είμαι ψυχρή μαζί σου!»
«Άσε με εμένα, εγώ δεν μετράω.»
Η Έλεν κοίταξε σιωπηλά την Βικτόρια. Τώρα η Βικτόρια καταλάβαινε. Αλλά τότε όχι. Τώρα όμως είναι πολύ αργά.
«Θέλω να τον ξεχάσεις. Δεν είναι για εσένα. Απλά σταμάτα!»
«Λες και δεν με ξέρεις! ΔΕΝ ΜΠΟΡΏ»
«ΝΑ ΜΠΟΡΈΣΕΙΣ!»
Δεν είχε ακούσει ξανά την κολλητή της να φωνάζει έτσι. Και πριν προλάβει να μιλήσει η Βικτόρια η Έλεν έπιασε το πρόσωπο της και τη φίλησε με τόση ένταση, λες και τα χείλη της Βικτόρια ήταν το οξυγόνο που χρειαζόταν για να ζήσει.
Έφτασε στην απόλυτη κορύφωση. Δεν είχε ποτέ της οργασμό στο παρελθόν, μα ήξερε ότι ήταν από τους πιο έντονους. Όταν ολόκληρο το κορμί της που έτρεμε από ένταση και απόλαυση χαλάρωσε, η Ιζαμπέλα κάθισε στον καναπέ χωρίς να την κοιτάξει και άναψε ένα τσιγάρο. Έπεσε ξαφνική ησυχία στο σπίτι.
«Πέρασε η ώρα, πρέπει να φύγεις.» της είπε απότομα και έριξε τις στάχτες στο σταχτοδοχείο παίρνοντας ξανά μια δυνατή ρουφηξιά που έκανε τα μάγουλα της να εξαφανιστούν για λίγο. Η Βικτόρια άρχισε να ντύνεται, προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε και η Ιζαμπέλα είχε νευριάσει. Δεν θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι λάθος, στην ουσία δεν έκανε απολύτως τίποτα. Ίσως αυτό την ενόχλησε. Ίσως. Δεν ήταν άτομο που έπιανε κουβέντα εύκολα, ειδικά μετά από κάτι τέτοιο και η όλη άσχημη διάθεση και συμπεριφορά της Ιζαμπέλα απέναντι της έκανε την όλη αίσθηση της κατάστασης να ξεθυμάνει σε δευτερόλεπτα. Όμως λίγο πριν βγει από την πόρτα, αποφάσισε να προσπαθήσει.
«Έκανα κάτι λάθος;» είπε αμήχανα.
Η Ιζαμπέλα άργησε λίγο να απαντήσει.
«Ναι. Το χειρότερο που μπορούσες να κάνεις.»
Ένα αίσθημα ανασφάλειας άδειασε την ψυχή της..
«Θα μου πεις τι ήταν αυτό; Γιατί δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο, ίσως γι αυτό δεν έκανα κάτι σωστά.»
Η κοπέλα γέλασε ειρωνικά και έμοιαζε να νευρίασε ακόμα πιο πολύ.
«Απλά φύγε.»
«Πες μου και θα φύγω.»
Η Ιζαμπέλα αχνογέλασε κάνοντας το τσιγάρο της κοιτάζοντας την τώρα με ένα ύφος λίγο κοροϊδευτικό. Σήκωσε ειρωνικά το φρύδι της καθώς είπε.
«Με φώναξες Έλεν.»

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα