Nothing left to say.

365 20 0
                                    

Σε λίγη ώρα είχαν βγει στις ερημιές έξω από την κωμόπολη. Ο Τζιμ σταμάτησε το αυτοκίνητο και κοίταξε την Βικτόρια μέσα από τον μεσαίο καθρέφτη του αυτοκινήτου.
«Έλα κάτσε δίπλα μου τώρα δεν θα σε δει κανείς.»
Το κορίτσι βγήκε και κάθισε δίπλα του. Ο Τζιμ την κοιτούσε σιωπηλός, λες και περίμενε κάτι ακόμα. Η Βικτόρια είχε αρχίσει να νιώθει αμηχανία. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Κοίταξε από την άλλη για να βεβαιωθεί πως έκλεισε καλά την πόρτα.
«Βάλε ζώνη.» της είπε αυστηρά και η κοπέλα τον κοίταξε για μια στιγμή λίγο έκπληκτη. Μετά άρχισε να γελάει.
«Α, ναι.» ψέλλισε και πέρασε τη ζώνη από επάνω της δένοντας την. Ο Τζιμ δεν γελούσε, παρόλα αυτά φάνηκε στα μάτια του πως του φάνηκε αστείο, ίσως κάπως χαριτωμένο το πως αντιδρούσε το κορίτσι στις αυστηρές, μα προστατευτικές εντολές του. Η Βικτόρια από την άλλη δεν είχε ιδέα πως ένιωθε που κάποιος στην ιστορία της ανθρωπότητας την έλεγχε τόσο έντονα με τέτοιο τρόπο. Και συνέχισαν το δρόμο τους.
Η περιέργειά της την έτρωγε όλο και πιο πολύ κατά τη διάρκεια της διαδρομής, μα δεν μιλούσε. Ήθελε πολύ να πιάσουν κουβέντα μαζί για κάτι. Δεν είχαν συζητήσει ποτέ σαν φυσιολογικοί άνθρωποι, η αλήθεια ήταν, δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για αυτόν. Έδειχνε να μιλάει συχνά για τον εαυτό του, κι όμως, ήξερε ελάχιστα. Προσπαθούσε με το μυαλό της να ξεκινήσει από κάπου, να βρει μια άκρη, κάτι που ήδη γνωρίζει, οτιδήποτε.
«Πως τα πας με την κοπέλα σου;»
Ναι της ξέφυγε και ναι ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να πει για να ξεκινήσει μια αρμονική και διακριτική ΦΙΛΙΚΉ συζήτηση. Μα δεν ήταν καθόλου κουφός και τώρα είχε καρφώσει το βλέμμα του επάνω της τόσο άγρια, που η Βικτόρια ήθελε να ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να κυλήσει έξω. Ανάθεμα της είχε πει να φορέσει και ζώνη λες και το ήξερε..
«Που ξέρεις εσύ την κοπέλα μου;;!»
Α ναι, δεν της είχε πει τίποτα για αυτήν ακόμη. Όμως όταν ψάχνεις βρίσκεις, ειδικά στις μέρες μας με τα social media, αλλά σε εκείνο το μέρος, είτε είχες facebook είτε όχι, όλα αργά ή γρήγορα μαθαίνονται. Και παρόλο που κοπέλες του σχολείου το συζητούσαν από καιρό, η Βικτόρια είχε κάνει τη δική της έρευνα, σαν καλό ψυχάκι.
«Τα κορίτσια του σχολείου μου ξέρεις μιλάνε. Και μάλιστα παραπάνω από όσο νομίζεις.» ευτυχώς η μισή αλήθεια την έσωσε.
Η αγριεμένη έκφραση του Τζιμ μεταμορφώθηκε σε γέλιο. Συνέχισε να κοιτάει το δρόμο και να γελάει κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά.
«Ώστε οι συμμαθήτριες σου με κουτσομπολεύουν αδρά. Και για πες τι άλλο λένε; Πόσο γοητευτικός είμαι και πόσο ζηλεύουν την κοπέλα μου;»
Η Βικτόρια σήκωσε ελαφρώς τους ώμους της λες και δεν ζήλευε η ίδια.
«Πολλά λένε. Έχεις γίνει κάτι σαν φίρμα ή boyfriend goal ή δεν ξέρω κι εγώ τι.»
Ο Τζιμ ξαναγέλασε σαν να το ευχαριστιόταν.
«Τι γλυκά κορίτσια, πολύ μου αρέσει που είμαι τέτοιο είδωλο.»
Στην Βικτόρια όμως δεν άρεσε. Τον ήθελε όλο δικό της. Και τι τραγικό ήταν ότι όχι μόνο δεν ήταν δικός της, τον είχε άλλη. Και έπρεπε να μάθει, αν ήταν κάτι σοβαρό ή όχι.
«Λοιπόν; Πόσο καιρό είστε μαζί;»
«Κάνα χρόνο;»
«Δεν θυμάσαι;» η Βικτόρια γέλασε.
«Όχι όχι θυμάμαι, απλώς δεν τον έχουμε κλείσει καλά καλά.. απλώς την ξέρω καιρό, πηγαίναμε στην ίδια σχολή χορού βλέπεις, και πάντα μου άρεσε.. όταν τελειώσαμε με τη σχολή βρήκα επιτέλους το θάρρος να της ζητήσω να βγούμε.. και μετά το ένα έφερε το άλλο ξέρεις τώρα.»
Όχι η Βικτόρια δεν ήξερε. Και όλο αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Όμως τι να κάνουμε, την πρόλαβε η άλλη κατά πολύ. Και σε αγόρι άλλης δεν θα την έπεφτε ποτέ, ήταν ένας από τους χρυσούς κανόνες της. Που να ήξερε ότι θα έσπαγε τον ίδιο κανόνα την ίδια χρονιά.
«Ακούγεται σοβαρό.» είπε η Βικτόρια κοιτάζοντας από το παράθυρο για να κρύψει την απογοήτευση της.
«Είναι.»
Η απάντηση του, που βγήκε από τα χείλη του τόσο εύκολα, τόσο αδιάφορα, καρφώθηκε στην ψυχή της σαν μαχαίρι. Έβγαλε από την τσάντα τα γυαλιά ηλίου πριν γεμίσουν τα μάτια της δάκρυα. Δεν ήξερε γιατί την πλήγωσε τόσο αυτό, αλλά το έκανε. Δεν ένιωθε ποτέ της τόσο ευάλωτη δίπλα σε κανέναν. Κανέναν. Ο Τζιμ όμως δεν ήταν τόσο χαζός, και την κοίταξε με ανησυχία.
«Είσαι καλά;» ακούμπησε με το χέρι του τον μηρό της.
«Ναι... απλώς με ενοχλεί ο ήλιος.»
«Υπομονή, φτάνουμε.»
Η Βικτόρια μετακίνησε το πόδι της για να πάρει ο Τζιμ το χέρι του από πάνω της και δεν ξαναμίλησε. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε σημασία. Τίποτα δεν είχε σημασία. Δεν ήταν τίποτα παρά μια χαζή μαθήτρια. Και αυτό δεν θα άλλαζε ποτέ.
•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~•~
«Έι! Τι έπαθες; Πέθανες καθιστή;»
Η Ιζαμπέλα άρχισε να φωνάζει μες το αυτί της από τη διπλανή θέση στο λεωφορείο και η Βικτόρια συνήλθε από τις αναμνήσεις της.
«Τι θες;!» της φώναξε φανερά ενοχλημένη.
Η Ιζαμπέλα την κοιτούσε ακόμα με ένα ενθουσιώδες χαμόγελο.
«Φτάσαμε!»
Τα δύο κορίτσια κατέβηκαν από το λεωφορείο. Και η άδεια πόλη τις περίμενε με ανοιχτές αγκαλιές.
«Λοιπόν μικρή, από που λες να ξεκινήσουμε;»
Η Βικτόρια δεν ήξερε προς τα που να κατευθυνθεί, και ταυτόχρονα ήξερε.
«Από την καφετέρια μας, φυσικά.»
Η Βικτόρια έστριψε και πέρασε το δρόμο για να πάει στο πεζοδρόμιο στα αριστερά της. Η Ιζαμπέλα συνέχισε να πετάει ανοησίες, καθώς την ακολουθούσε.
«Έχετε και δικιά σας καφετέρια; Και πως πάνε τα έσοδα είναι καλά;»
«Σκάσε..» είπε μέσα από τα δόντια της η Βικτόρια και μπήκε στο μαγαζί. Ο υπάλληλος την κοίταξε λες και την γνώριζε.
«Συγγνώμη, γεια σας, ξέρω ότι θα σας ρωτήσω κάτι παράξενο τώρα, αλλά θυμάστε αν πέρασα χθες από εδώ;»
Ο υπάλληλος την κοίταξε για λίγο απορημένος και μετά γέλασε.
«Ναι, σε είδα. Ήσουν με έναν νεαρό αυτό τουλάχιστον το θυμάσαι ή θα έχουμε απρόοπτα;»
«Όχι το θυμάμαι. Μπορείς να μου πεις τι ώρα περίπου μας είδες να ερχόμαστε και να φεύγουμε;»
«Αργά το απόγευμα, αν θυμάμαι καλά. Μετά φύγατε και πήγατε εδώ στην δίπλα μπυραρία. Και μετά στο κλαμπ απέναντι, στο λέω γιατί όλοι γνωριζόμαστε εδώ και η αλήθεια είναι ότι χτες δεν είχαμε και πολύ κόσμο οπότε ήσασταν αρκετά φανεροί.»
«Ναι ξέρω πόσο καλά τα βλέπετε όλα και όλους. Τέλος πάντων σας ευχαριστώ πολύ.»
Η Βικτόρια βγήκε έξω εξοργισμένη.
«Ε! Ρε που πας; Θα φύγεις; Πρέπει να πάμε και στα διπλά μαγαζιά ίσως σε βοηθήσουν εκείνα να θυμηθείς..»
«Ξέρεις κάτι, κουράστηκα! Βαρέθηκα και δεν θέλω να ασχοληθώ άλλο με το θέμα! Το καταλαβαίνεις; ΚΟΥΡΆΣΤΗΚΑ! Δεν με νοιάζει τι έγινε και πως. Σημασία έχει ότι πάλι έφυγε! Πήρε αυτό που ήθελε και εξαφανίστηκε! Ε να μην ξαναγυρίσει! Να μην ξαναγυρίσει βαρέθηκα! ΒΑΡΈΘΗΚΑ!»
Μια δυνατή ζαλάδα την διέκοψε και παραπάτησε. Η Ιζαμπέλα την έπιασε αν και δεν θα έπεφτε κάτω. Μάλλον.
Μπροστά της είδε τον Τζιμ. Γύρω της κόσμος, όλα τα παιδιά του σχολείου της, στο χορό. Η κοπέλα του φώναζε σαν τρελή, τον έσπρωχνε μπροστά σε όλους, έκλαιγε. Ήταν μεθυσμένη.
«ΕΊΣΑΙ ΈΝΑ ΖΏΟ! ΕΊΣΑΙ ΖΏΟ ΈΝΑ ΓΑΜΗΜΈΝΟ ΖΏΟ ΣΕ ΜΙΣΏ! ΘΈΛΩ ΝΑ ΠΕΘΆΝΕΙΣ ΣΕ ΜΙΣΏ! ΠΩΣ ΜΟΥ ΤΟ ΈΚΑΝΕΣ ΑΥΤΌ!»
Την έπιασε από τους καρπούς για να σταματήσει να του ρίχνει τις λεπτές της γροθιές επάνω του.
«Ρίτα, είσαι μεθυσμένη έχεις πιεί, δεν έχεις ιδέα τι λες, έλα πάμε σπίτι μωρό μου, πάμε αγάπη μου να τα πούμε λίγο πιο ήσυχα.»
«ΌΧΙ! ΔΕ ΘΈΛΩ! ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΤΑ ΠΑΙΧΝΊΔΙΑ ΣΟΥ! ΒΑΡΈΘΗΚΑ ΜΕ ΑΚΟΎΣ;! ΚΟΥΡΆΣΤΗΚΑ! ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΜΙΚΡΉ ΣΟΥ ΤΣΟΥΛΑ, ΝΑ ΤΗΝ ΠΗΔΉΞΕΙΣ ΞΑΝΆ ΕΔΏ ΜΈΣΑ! ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΤΣΟΥΛΆΚΙ ΣΟΥ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΔΏ;! ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΡΎΒΕΙΣ; ΤΟ ΞΈΡΩ ΠΩΣ ΕΊΝΑΙ ΕΔΏ ΘΑ ΧΌΡΕΥΕ ΜΑΖΊ ΣΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΕΊΠΑΝ ΤΟ ΞΈΡΩ ΠΩΣ ΑΥΤΉ ΕΊΝΑΙ ΣΑΣ ΕΊΔΑΝ ΤΟΜΆΡΙ ΣΑΣ ΕΊΔΑΝ ΝΑ ΤΟ ΚΆΝΕΤΕ ΣΤΗ ΣΚΗΝΉ ΆΡΡΩΣΤΟ ΚΑΘΊΚΙ!»
Ένιωσε για άλλη μια φορά τα γόνατα της να κόβονται, τα βλέμματα όλων να πέφτουν επάνω της, τα μουρμουρητά να την περικυκλώνουν απειλητικά, τώρα το ήξεραν όλοι, τώρα το έμαθαν, τώρα ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω, τώρα ήταν αργά, πολύ αργά.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now