Θολές αναμνήσεις.

531 27 1
                                    

Ο Τζιμ στεκόταν στην πόρτα του μπάνιου με μια πετσέτα γύρω από την μέση του κοιτάζοντας την Βικτόρια που είχε το κινητό του στο χέρι της και το άλλο είχε χωθεί στην τσέπη του παντελονιού και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Το κάτω χείλος του κρεμάστηκε με απορία κι έπειτα χαμογέλασε λες και έβλεπε κάποιο χαριτωμένο ζωάκι. «Τι κάνεις εκεί βρε;» είπε παιχνιδιάρικα.
Η Βικτόρια έχασε τις λέξεις της, όπως πάντα όταν ήταν κοντά του. Σηκώθηκε απότομα επάνω με το παντελόνι κρεμασμένο από το κολλημένο μες την τσέπη χέρι της. «Έψαχνα το κινητό μου.» η απάντηση της βγήκε τελείως ξερή και απότομη.
«Όλα καλά;» τα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω της και την έκαναν να αισθάνεται άβολα.
«Όλα καλά!» επανέλαβε υπερβολικά γρήγορα και πήρε το βλέμμα της από πάνω του για να αρχίσει να παλεύει με το κολλημένο της χέρι.
Μισό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του και την ξανακοίταξε παιχνιδιάρικα. «Άρα μπορώ να έχω πίσω το κινητό μου;» τη ρώτησε λες και ήταν παιδάκι. Αυτό την εκνεύρισε αρκετά, όπως και το μήνυμα που θυμήθηκε πως είδε στο κινητό του.
«Α ναι σωστά. Πάρτο. Έχεις και ένα μήνυμα από την πρώην σου.» είπε απότομα χωρίς να το σκεφτεί και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Άλλο ένα μαχαίρι στην καρδιά της. Έψαξε το κινητό του βιαστικά. Τα χείλη του έσφιξαν και κοίταξε την κοπέλα, αυτή τη φορά θυμωμένος. «Γιατί κοίταξες το κινητό μου;» τώρα μιλούσε λες και μάλωνε το παιδάκι.
«Ναι σωστά αυτό είναι το πρόβλημα όχι ότι ακόμα μιλάς μαζί της.» που έβρισκε το θάρρος να τα πετάξει όλα αυτά; Η καρδιά της την προειδοποιούσε με δυνατούς χτύπους που αντηχούσαν στα αυτιά της αλλά δεν ήθελε να τους ακούσει το δίκιο της την έτρωγε όσο ποτέ. Μισούσε το γεγονός ότι έβαζε πάντα την άλλη πρώτη μισούσε ότι δεν μπορούσε ποτέ να βρει το δίκιο της μισούσε αυτόν που την βασάνιζε τόσο πολύ και δεν εξαφανιζόταν απλά από τη ζωή της. Και ταυτόχρονα τον αγαπούσε. Γαμώτο.
«Καταρχάς δεν έχεις κανένα απολύτως δικαίωμα να κοιτάς το κινητό μου. Επίσης δεν πιστεύω να ξέχασες τι σου είπα χτες.»
«Χέστηκα για το χτες! Χέστηκα για όλες τις δικαιολογίες και τα ψέματα σου! Απλά χέστηκα! Είσαι ένας μαλάκας! Σήκω φύγε από εδώ μέσα! ΤΩΡΑ!»
Όσο κι αν φώναζε και έκλαιγε εκείνος δεν έδειχνε να ταράζεται. Κάθισε στο κρεβάτι σιωπηλά να ντυθεί.
«Πόσο ήπιες χτες;» τη ρώτησε ήρεμα μετά από λίγο. Η αλήθεια ήταν πως η Βικτόρια δεν θυμόταν απολύτως τίποτα από τη χθεσινή βραδιά.
«Τι σημασία έχει; Γιατί αλλάζεις θέμα;»
Το αγόρι γέλασε και κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε.
«Πάντα κάνεις το ίδιο πράγμα. Κατηγορείς εμένα για όλα όσα δεν μπορείς να δεχτείς. Φοβάσαι να ευτυχήσεις, φοβάσαι να χαρείς. Φοβάσαι να αποδεχτείς ότι υπάρχουν άνθρωποι που σε αγαπάνε και εσύ τους διώχνεις μακριά.»
«Δεν χρειάζεται να μιλήσεις άλλο.»
«Θα μιλήσω όσο θέλω!» το βλέμμα του αγρίευε τόσο που την έκοψε στα δύο. Η κοπέλα μαζεύτηκε. Ένιωσε ξαφνικά μικρή. Που όντως ήταν μικρή μπροστά του και του είχε μιλήσει τόσο άσχημα με τέτοιο θράσος λες και ήταν κανένας ανόητος έφηβος που έπαιζε εκείνη μαζί του. Του φερόταν έτσι χωρίς να έχει κάνει κάτι, έστω με αποδείξεις, πως ήξερε ότι η πρώην του απλώς δεν έστειλε εκείνη τη νύχτα και ότι μιλάνε συνεχώς; Πως έβγαζε τέτοια συμπεράσματα από μόνη της, την είχε τυφλώσει τόσο η ζήλια της; Ή την τύφλωνε αυτός; Ο νεαρός σηκώθηκε για να φύγει.
«Ελπίζω να πέρασες καλά. Ευχαριστώ για την υποστήριξη σου. Δεν θα τα ξαναπούμε.» η τελευταία πρόταση της έκοψε τα γόνατα. Κάθισε αδύναμα στο κρεβάτι όσο ο Τζιμ βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να γυρίσει καν να την κοιτάξει μια τελευταία φορά. Η Βικτόρια κοιτούσε μουδιασμένη από την κορυφή ως τα νύχια το κενό όσο άκουγε τον έρωτα της ζωής της να κατεβαίνει αργά τις σκάλες κι έπειτα να βγαίνει από το σπίτι, αφήνοντας πίσω του μια σιγή. Τη σιγή που παραμόνευε. Ανέβαινε αργά τις σκάλες βρήκε το δωμάτιο, βρήκε την κοπέλα και της καρφώθηκε απευθείας στο στήθος. Και η Βικτόρια ξέσπασε σε λυγμούς.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now