Μικρή πόλη με μεγάλα μυστικά.

474 23 0
                                    

Το λεωφορείο αφού διέσχισε μια μεγάλης απόστασης ερημιά κατέληξε σε μια μικρή πόλη γεμάτη μαγαζιά νυχτερινής διασκέδασης αλλά και καφετέριες, καταστήματα ρούχων και ότι άλλο μπορούσε να προσελκύσει νέους ανθρώπους στην περιοχή.
Η αλήθεια ήταν ότι όσο περισσότερη νεολαία είχε μαζέψει η μικρή τους πόλη μέσα στα τελευταία χρόνια, τόσο λιγότερα μαγαζιά άνοιγαν για την ψυχαγωγία των νέων. Έτσι η εκμετάλλευση από τις γύρω περιοχές πήγαινε σύννεφο. Και τι καλύτερο από ένα μέρος χωρίς γονείς και γνωστούς να σε επιβλέψουν, γεμάτο με κάθε είδους απαγορευμένη απόλαυση, έτοιμη για εσένα στο πιάτο. Η Βικτόρια είχε βρεθεί εκεί μονάχα δύο φορές και αυτές φυσικά ήταν κρυφά. Και οι δύο φορές με το ίδιο άτομο. Η δεύτερη φορά, φυσικά ήταν εκείνη που δεν θυμόταν. Την πρώτη φορά δεν θα μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ..
Οι πρόβες τους είχαν κουράσει εκνευριστικά και τους δύο. Ο Τζιμ είχε καθίσει στο σκαλί του αμφιθεάτρου με το λαιμό του τεντωμένο να κοιτάει το ταβάνι. Και η Βερόνικα φυσικά να κοιτάζει εκείνον. Τα σαρκώδη χείλη του μισάνοιχτα, τα μάτια του καρφωμένα στο ταβάνι. Η Βερόνικα αναρωτιόταν πόσες κοπέλες πρέπει να ήταν ερωτευμένες μαζί του από το σχολείο. Λογικά σχεδόν όλες. Είναι και ο τίτλος του δασκάλου, που τον κάνει ακόμα την εικόνα του ακόμα πιο δελεαστική. Είναι και αυτά τα μάτια, που όταν σε κοιτάνε κάνουν την καρδιά σου κομμάτια. Είναι η επιβλητική στάση του όταν δεν έκανε μια κίνηση στο χορό σωστά. Κανείς δεν είχε τέτοια επιρροή επάνω της, κανείς μέχρι τώρα. Ο Τζιμ γύρισε και την κοίταξε απότομα και τα μαύρα μάτια του γυάλιζαν.
«Πάμε να φύγουμε!»
Η Βερόνικα που τόση ώρα δάγκωνε το χείλος της πετάχτηκε από τη θέση της.
«Τι;!»
Ο Τζιμ σηκώθηκε επάνω και άπλωσε το χέρι του στην Βερόνικα.
«Έλα. Θα σε πάω βόλτα.»
Χίλιες και μία δικαιολογίες πέρασαν σφαίρα από το μυαλό της, φόβος, πανικός, αναστάτωση. Από τα χείλη της όμως δεν βγήκε κουβέντα. Άπλωσε το χέρι της στο δικό του και σηκώθηκε. Δεν είχε ιδέα πως θα έβγαιναν από το σχολείο και θα πήγαιναν βόλτα, κι αν τους έβλεπε κανείς; Ήταν και μέρα μεσημέρι, όλοι θα ήταν στους δρόμους, στα πάρκα, στις δουλειές τους. Τι είχε στο μυαλό του; Όσο κι αν ήθελε να μάθει δεν έφερνε αντιρρήσεις. Γιατί δεν τον ρωτούσε ποτέ τίποτα; Γιατί όταν ήταν δίπλα του οι αισθήσεις της παρέλυαν και ξυπνούσαν καινούριες; Δεν τολμούσε να μιλήσει, όμως το μυαλό της έτρεχε με ταχύτητα φωτός το στήθος της γέμιζε συναισθήματα τόσο ανάμεικτα μεταξύ τους, ήθελε μόνο να τον κοιτάζει, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο. Της αρκούσε αυτό. Μερικές φορές. Όμως είχε κοπέλα και ήξερε πως δεν είχε σκοπό να κάνει κάτι μαζί της, ακόμα κι αν δεν είχε κοπέλα θα ήταν το τελευταίο άτομο που θα κοιτούσε για ένα τέτοιο λόγο, εξάλλου της φερόταν όλη την ώρα λες και ήταν μικρό παιδί. Που στην ουσία ήταν αλλά από τα δικά της μάτια δεν τα έβλεπε έτσι. Θα την πήγαινε απλώς μια βόλτα. Ίσως απλώς την χρησιμοποιούσε για να κάνει ένα διάλειμμα από την πιεστική του ρουτίνα. Ίσως την είδε και εκείνη εξουθενωμένη και αποφάσισε να πάνε κάπου μαζί να πάρουν αέρα, σαν δύο καλοί φίλοι.. ή έστω σαν καθηγητής και μαθήτρια. Τίποτα το σοβαρό. Τότε όμως γιατί η καρδιά της τώρα χοροπηδούσε και πετούσε μέσα της από ενθουσιασμό; Προσπαθούσε να προσγειωθεί μα με το χέρι της μέσα στο δικό του πως να το κάνει..
«Έλα. Πάμε στο γκαράζ. Θα πάρουμε το αμάξι μου.»
Ακόμα χειρότερα!! Ποιος θα την δει να βγαίνει από το αμάξι του καθηγητή χορού και δεν θα την παρεξηγήσει;; Ρισκάρει την δουλειά και τη φήμη του για μια χαζή βόλτα με μια οποία να ναι μαθήτρια; Είναι τρελός;; Είναι τελείως τρελός. Ίσως δεν είναι μια οποιαδήποτε μαθήτρια για αυτόν. Ίσως έτσι να της δείχνει πως μπορεί να την εμπιστευτεί. Ίσως της έχει μια παραπάνω συμπάθεια. Ίσως κάτι παραπάνω από συμπάθεια; Όχι; Καλά όμως η ελπίδα μέσα της φούντωνε με το παραμικρό και της έκαιγε τα σωθικά. Και τώρα μπροστά του να αρχίζει να ρίχνει χαστούκια στον εαυτό της λίγο βλακεία έπρεπε να το έκανε νωρίτερα που δεν την έβλεπε. Τώρα ήταν αργά, ήταν πολύ αργά, βγήκαν από το αμφιθέατρο και πέρασαν τρέχοντας τον χώρο των γραφείων και του κυλικείου για να φτάσουν στην πόρτα.
«Καλέ που πηγαίνετε δεν έχετε πρόβα;;» η κυρία του κυλικείου τους είδε και η Βικτόρια χέστηκε επάνω της. Ευτυχώς όχι κυριολεκτικά. Ο Τζιμ άφησε απότομα το χέρι του κοριτσιού πριν το παρατηρήσει η κυρία και χαμογέλασε πλατιά.
«Η μικρή κουράστηκε και μου ζήτησε να κάνει ένα διάλειμμα να ξεκουραστεί.. έτσι είπα κι εγώ να βγω να πάρω κάτι να τσιμπήσω..»
Την εντυπωσίασε το ποσό πειστικά και εύκολα βρήκε ψέμα να πετάξει, η ίδια ήταν άθλια στο να λέει ψέματα. Τότε τουλάχιστον.
«Ααα κατάλαβα κύριε μου.. έχω ότι θέλεις εδώ από τυρόπιτες μέχρι πίτσες κουλούρια ότι.. τραβάει η όρεξη σου.»
Η κυρία τον κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο και έσκυψε στον πάγκο του κυλικείου απλώνοντας επάνω του τα δύο μεγάλα της στήθη στην κατεύθυνση του Τζιμ. Το σαγόνι της Βερόνικα παραλίγο να πέσει στο πάτωμα, όμως ο Τζιμ δεν πτοήθηκε. Χαμογέλασε ελαφρά και γύρισε ελαφρώς προς την Βερόνικα χωρίς να πάρει το βλέμμα του από την κυρία του κυλικείου.
«Βερόνικα κορίτσι μου πήγαινε στο προαύλιο να ξεκουραστείς θα σε φωνάξω σε λίγο..» και πλησίασε τον πάγκο ενώ έδειξε στην κύρια ένα μεγάλο κομμάτι πίτσα. Η Βερόνικα που είχε μείνει άναυδη βγήκε σιωπηλά στο προαύλιο. Τώρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ίσως μόνο πως η κυρία του κυλικείου ήταν μια τσουλάρα και μισή. Και δεν της φαινόταν..
Λίγα λεπτά αργότερα είδε έξω από τα κάγκελα το αυτοκίνητο του Τζιμ. Περνούσε αργά με το παράθυρο ανοιχτό και της έκανε νόημα να πάει στο πίσω μέρος του προαυλίου. Εκεί σταμάτησε το αμάξι και βγήκε έξω βιαστικά πλησιάζοντας την έξω από τα κάγκελα.
«Πραγματικά χίλια συγγνώμη που παραλίγο να σε μπλέξω σε τέτοια κατάσταση. Μπορείς να σκαρφαλώσεις; Θα σε βοηθήσω και εγώ μη φοβάσαι.»
Η Βερόνικα σκαρφάλωσε με δυσκολία ενώ ο Τζιμ είχε συνεχώς τα χέρια του κοντά στα πόδια της σε περίπτωση που γλιστρήσει. Η κοπέλα πέρασε τα πόδια της έξω από τα κάγκελα και τα χέρια του Τζιμ βρήκαν την μέση της, κατεβάζοντας την με τρομερή άνεση μέχρι το πεζοδρόμιο.
«Λοιπόν, μπες στο αμάξι.» της άνοιξε την πίσω πόρτα και η Βερόνικα μπήκε. Αν ήταν απαγωγέας είχε καταφέρει πανευκολα να την απαγάγει και να μην τον πάρει κανείς χαμπάρι. Μα υπάρχουν τόσο γοητευτικοί απαγωγείς; Γιατί αν υπάρχουν τότε χαλάλι..
«Θα καθίσεις για λίγο στα πίσω καθίσματα για προφανείς λόγους. Θα σου πω να καθίσεις μπροστά μόλις βγούμε από την πόλη και ξέρουμε ότι δεν θα μας δει κανείς.»
Όπα για μισό λεπτό θα την έβγαζε από την πόλη;! Και που θα την πήγαινε; Σε καμιά ερημιά; Τι ήθελε μαζί της στις ερημιές;! Αν δεν τους έβλεπε κόσμος τότε αυτό σήμαινε ότι θα την πήγαινε κάπου ερημωμένα! Τι στο καλό ήθελε μαζί της στα ερημωμένα;! Το στομάχι της τώρα την ανακάτευε και ήθελε να κάνει εμετό. Προσπάθησε να αναπνεύσει και να βάλει το μυαλό της σε μια σειρά, να πειστεί πως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας ότι ήταν καθηγητής σχολείου και ήξερε τις ευθύνες του ήταν ενήλικας και σωστός άνθρωπος με τρόπους και ευγενικός και γλυκός.. Όμως ο τρόπος που φέρθηκε στην κύρια του κυλικείου πριν λίγο;; Τα ψέματα που του βγαίνουν πιο εύκολα κι από τις αλήθειες; Η τόση μυστικότητα για να την πάει μια βόλτα σε μια ερημιά;;; Τι άλλο θα μπορούσε να σκεφτεί το αναστατωμένο μυαλό της..
«Που με πας;» κατάφερε να τον ρωτήσει μόλις εκείνος μπήκε στη θέση του οδηγού.
«Κάπου που δεν έχεις ξαναπάει. Πίστεψέ με, θα σου αρέσει.»
Η μηχανή του αυτοκινήτου ξύπνησε και πριν βγει στο δρόμο το αμάξι, ο Τζιμ πέταξε την ακόμα ζέστη πίτσα από το παράθυρο του αυτοκινήτου στα χώματα πίσω από το σχολείο.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα