Μια θλιβερή ματιά στο μέλλον.

331 19 0
                                    

Η δεκαοχτάχρονη Βικτόρια βγήκε στο μπαλκόνι. Στάθηκε εκεί, να ατενίζει, την πόλη που κοιμόταν. Τα σκοτεινά σπίτια, οι άδειοι δρόμοι. Τον απέραντο ουρανό και τα βουνά που αγκάλιαζαν την μεγάλη πόλη, μακριά από τον εφιάλτη που βρισκόταν εγκλωβισμένη πριν μερικά χρόνια. Όμως οι εφιάλτες της τώρα ήταν διαφορετικοί. Αυτοί οι εφιάλτες, την τρόμαζαν περισσότερο από τους παλιούς. Θυμήθηκε στα 16 της, την ένταση στην οποία ζούσε τη ζωή της. Τώρα όλα ήταν διαφορετικά. Αλλόκοτα. Την φόβιζαν. Το άγνωστο που την περίμενε μπροστά στο απέραντο σκοτάδι. Πως δεν φόβιζε κανέναν άλλον; Ή μήπως όλοι ένιωθαν έτσι; Το σχολείο είχε τελειώσει. Τώρα θα ξεκινούσε να σπουδάζει. Είχε πραγματοποιήσει το όνειρο της. Ναι. Έτσι της είχε πει.
Η Έλεν, όταν έμαθε ότι η παλιά της φίλη κατάφερε όσα ονειρευόταν της τηλεφώνησε για να τη συγχαρεί. Η Βικτόρια κρατήθηκε και δεν της είπε πόσο χάρηκε που την άκουγε. Δεν της ζήτησε να μείνει λίγο ακόμα στη γραμμή, δεν της είπε πως ακόμα την αγαπάει. Πως ακόμα της λείπει. Πως την σκέφτεται συνεχώς. Όσο κι αν την πλήγωσε εκείνη. Όσα κι αν της έκανε στο παρελθόν. Τώρα δεν είχαν σημασία. Τώρα όμως τίποτα δεν είχε σημασία.
Η Βικτόρια πάντα ήξερε ότι η φίλη της δεν ήταν σαν κι εκείνη. Μπορεί εξωτερικά και οι δύο να έμοιαζαν, όμως τα όνειρα τους ήταν διαφορετικά. Η Βικτόρια ήθελε να φύγει μακριά. Η Έλεν δεν μπορούσε να αφήσει όσους αγαπούσε. Άφησε όμως την Βικτόρια. Στην αρχή της φάνηκε άδικο. Όμως τώρα καταλάβαινε. Τώρα όμως ήταν αργά.
Γιατί η φίλη της είχε βρει το δρόμο της. Και όχι μόνο αυτό.
Έριξε μια ματιά μέσα στο δωμάτιο. Εκείνος ήταν ακόμη ξαπλωμένος, στο κρεβάτι με τα μπερδεμένα σεντόνια, όπου είχαν κάνει έρωτα πριν λίγο.
Η Βικτόρια έμενε με το αγόρι της στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας. Ψηλότερα από τα περισσότερα σπίτια της περιοχής. Έτσι η θέα ήταν απολαυστική. Όμως εκείνη τη νύχτα, κάτι στον αέρα είχε αλλάξει. Ένας κόμπος έπνιγε την κοπέλα της είχε σφίξει τα σωθικά, δεν την άφηνε να αναπνεύσει, ενώ ένας βαθύς πόνος έφτανε στο στήθος της και έφερε στα μάτια της δάκρυα, που δεν μπόρεσε να κρατήσει.
Με τρεμάμενα χέρια άναψε το τσιγάρο της, τράβηξε τον καπνό και τα δάκρυά της έφτασαν στα χείλη της σαν ρυάκια ασταμάτητα. Κράτησε ένα λυγμό μέσα της και ο κόμπος έγινε δυνατότερος.
Τα νέα είχαν φτάσει στην Βικτόρια λίγες μέρες πριν το τηλεφώνημα της "φίλης της". Η Έλεν γνώρισε κάποιον. Μετά από λίγο καιρό αποφάσισαν να παντρευτούν. Τόσο πόνο, και θλίψη δεν είχε προκαλέσει ούτε ο παλιός έρωτας της ζωής της, ο Τζιμ. Όμως όπως κάθε πόνος που της είχε προκαλέσει αυτή η κοπέλα, ήταν αθόρυβος. Ένας σιωπηλός πόνος που την έτρωγε ζωντανή. Αυτός ο πόνος την άδειαζε αργά, χωρίς να το καταλαβαίνει. Άδειαζε το μυαλό της την ψυχή της, ένιωθε ελαφριά και βαριά ταυτόχρονα. Ένιωθε ξανά πως ζούσε σε έναν εφιάλτη. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Δεν έβλεπε τον εφιάλτη. Τον ζούσε. Και δεν υπήρχε ελπίδα να ξυπνήσει.
«Τι κάνεις έξω τόση ώρα;» η ήρεμη φωνή του αγοριού της την επανέφερε στην πραγματικότητα. Όταν εκείνος την είδε να καπνίζει πήρε την απάντηση του. Ο νεαρός με τον οποίο είχε την πιο όμορφη σχέση της ζωής της εδώ και δύο χρόνια είχε μάθει καλά την Βικτόρια. Ήξερε πως όταν ήταν σιωπηλή, μέσα στο μυαλό της έδινε μάχες. Όπως ήξερε ότι εκείνη ήθελε να πολεμήσει μόνη της. Βγήκε έξω όμως και την αγκάλιασε από πίσω. Της έδωσε ένα γλυκό φιλί στο λαιμό και της τσίμπησε παιχνιδιάρικα το μάγουλο.
«Αυτή η γειτονιά μοιάζει ξαφνικά με αυτή της Έλεν.» η Βικτόρια έδειξε στον νεαρό ένα σπίτι με μεγάλη ξύλινη σκεπή και μια εξωτερική σκάλα ντυμένη σε πράσινο κισσό.
Ο νεαρός ήξερε ότι πολλά σπίτια μοιάζουν έτσι, αλλά συμφώνησε μαζί της γιατί ήξερε πόσο το χρειαζόταν. Δεν χρειαζόταν η κοπέλα να μιλήσει, για να καταλάβει εκείνος πως μέσα της την έτρωγε ένας πόνος, μια πληγή που δεν ήταν καθόλου εύκολο να κλείσει. Η ίδια πληγή έμοιαζε να κλείνει με τον καιρό, όμως αυτή με τις σκέψεις της, την άνοιγε ξανά και ξανά. Δεν ήταν έτοιμη να προσχωρήσει ακόμα. Όμως εκείνος καταλάβαινε. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να την πιέσει. Έκανε σχέδια με τα δάχτυλα του επάνω στον ώμο και την πλάτη της ενώ συμφωνούσε μαζί της.
Σταμάτησαν να μιλάνε για λίγο.
«Μου λείπει.» ξεφύσηξε η Βικτόρια και ένιωσε καλύτερα που κατάφερε να το πει χωρίς να σπάσει η φωνή της. Όμως τα δάκρυα της ακόμα πότιζαν τα μάγουλα της. Ήλπιζε να μην καταλάβει πως κλαίει. Δεν ήθελε να το κάνει θέμα. Δεν της άρεσε να την βλέπει αδύναμη, πόσο μάλλον να κλαίει.
«Γιατί δεν της τηλεφωνείς;» της πρότεινε εκείνος ενώ τώρα είχε αρχίσει να παίζει με τα μαλλιά της.
«Και να της πω τι; Ότι δεν πρέπει να κάνει αυτό το λάθος; Ο τύπος είναι καθίκι.»
Η Βικτόρια τον ήξερε καλά τον νεαρό που σκόπευε να παντρευτεί η παλιά φίλη της. Ήταν ένας αχόρταγος υποκριτής, είχε πάει με αμέτρητες γυναίκες, συνήθιζε να πίνει και να ζει ανάρμοστα, μα τώρα ήταν ακραίος και στενόμυαλος. Δεν ήξερε τι να θεωρήσει χειρότερο, όμως ποιός την βεβαίωνε ότι δεν θα γύριζε στα παλιά; Όσες υποσχέσεις κι αν δώσει ένας άνθρωπος ότι άλλαξε, πάντα μπορεί να σε εκπλήξει. Και η Βικτόρια δεν μπορούσε να φανταστεί την φίλη της πληγωμένη. Δεν ήθελε να αγγίξει κανείς, ούτε μια τρίχα από τα μαλλιά της. Η οργή της για αυτόν τον άνθρωπο την έφτανε στα όρια της, ήθελε να τον βρει η ίδια και να τον σκοτώσει, θα έκανε τα πάντα, θα γύριζε πίσω, να σώσει την φίλη της από ένα τόσο τρομερό λάθος.. θα το έκανε..
Όμως εκείνη τον αγαπούσε. Έτσι είχε πει. Τον αγαπούσε και εκείνη, όσο δεν είχε αγαπήσει κανέναν. Τον ήθελε στη ζωή της και αυτός ήταν ο λόγος που θα παντρεύονταν τόσο σύντομα, σε τόσο μικρή ηλικία. Η Βικτόρια δεν θα έκανε ποτέ της ένα τόσο μεγάλο λάθος και δεν ήθελε να αφήσει ούτε την παλιά της φίλη να το κάνει. Όμως δεν είχε πλέον λόγο στη ζωή της. Η Έλεν την είχε εξορίσει. Έτσι ένιωθε. Την είχε διώξει μακριά. Και ότι και να της έλεγε, θα της φαινόταν σαν να έκρυβε από πίσω κάποιο κακό σκοπό. Ίσως να την έπειθε ακόμη πιο πολύ να κάνει αυτό που δεν έπρεπε. Ήταν αργά. Ήταν πολύ αργά.
«Είναι αργά.. πολύ αργά..» επανέλαβε τώρα έξω από το μυαλό της. Και η μάχη στο κεφάλι της συνεχίστηκε.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ