Παλιές κακίες συνήθειες.

314 16 0
                                    

Ο Τζιμ τις παλιές εποχές του λυκείου ήταν ο πρωταγωνιστής των ονείρων της Βικτόρια. Τον έβλεπε στο κρεβάτι της, όπου ένωνε τρυφερά τα χείλη του με τα δικά της. Έπειτα έβλεπε πως την επισκεπτόταν κρυφά στο σχολείο της. Τον έβλεπε ακόμα και να της στέλνει μηνύματα στο κινητό, αυτό ήταν το χειρότερο, αφού όταν ξυπνούσε έψαχνε το κινητό της, μήπως τελικά δεν ήταν όνειρο μόνο και μόνο για να απογοητευτεί ξανά. Το προφίλ του γέμισε ξανά φωτογραφίες με την αγαπημένη του, όλοι του οι γνωστοί στα σχόλια δεν άργησαν να τους συγχαρούν για τον αρραβώνα τους και η Βικτόρια ένα φάντασμα που παρακολουθεί τους πάντες γύρω της να προσχωρούν στις ζωές τους, και να την αφήνουν στο παρελθόν. Το χειρότερο ήταν όταν είδε τις πρώτες φωτογραφίες που ανέβασε ο Τζιμ, που τις ανέβασε χωρίς καν να σκεφτεί πως έτσι θα την σκότωνε ψυχικά όσο ποτέ. Μόλις λίγες μέρες πριν του είχε στείλει ένα βουνό μηνύματα, του είχε γράψει όλα όσα δεν του είπε ποτέ, όσα ένιωθε για εκείνον και πόσο την πονούσε που την εγκατέλειψε, πως ήθελε να είναι μαζί του και μόνο μαζί του, πως χωρίς εκείνον αισθανόταν... πως χωρίς εκείνον δεν αισθανόταν τίποτα. Σε εκείνα τα μηνύματα δεν έλαβε ποτέ κάποια απάντηση εκτός από εκείνη στην οποία ο Τζιμ την παρακαλούσε ευγενικά να σταματήσει να του στέλνει μηνύματα αφού πλέον η κοπέλα του είχε τον κωδικό του και έμπαινε στον λογαριασμό του όποτε ήθελε. Όμως την Βικτόρια δεν την ένοιαζε. Ήλπιζε πως δεν την αγαπούσε πραγματικά, πίστευε πως δεν ήταν δυνατόν να υπήρχε άλλη κοπέλα που να τον αγαπάει περισσότερο από την ίδια. Δεν υπολόγισε όμως πως εκείνον απλά δεν τον ένοιαζε.
Όταν ανέβηκαν οι φωτογραφίες η Βικτόρια ίσα που πρόλαβε να τρέξει στο δωμάτιο της και να κλείσει την πόρτα. Άρχισε να κλαίει τόσο δυνατά που η μητέρα της την άκουσε από την κουζίνα. Έτρεξε στην πόρτα του δωματίου της κόρης της όμως εκείνη πρόλαβε να γυρίσει το κλειδί της πόρτας ώστε να την κρατήσει απ' έξω. Δεν την ένοιαζε καν ποιος την άκουσε. Δεν είχε πλέον τον έλεγχο των συναισθημάτων της. Το κλάμα της έβγαινε με φωνές και τσιρίδες, ουρλιαχτά. Η μητέρα της σταμάτησε να χτυπάει την πόρτα και να φωνάζει να της ανοίξει. Έμεινε απ' έξω σιωπηλή, αβοήθητη. Η καρδιά της Βικτόρια πονούσε όσο ποτέ. Προσπαθούσε να πάρει ανάσα όμως το μόνο που ήθελε ήταν να τα σπάσει όλα. Γιατί της το έκανε αυτό; Γιατί φερόταν λες και την μισούσε, λες και προσπαθούσε να την εκδικηθεί. Όχι. Δεν προσπαθούσε να την εκδικηθεί. Δεν σκόπευε με όσα έκανε απλώς να την πονέσει. Αυτό που έκανε ήταν πως συνέχιζε τη ζωή του χωρίς αυτή. Πράγμα που την πόνεσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Οι λυγμοί δεν σταματούσαν προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μα δεν έβρισκε δύναμη να το κάνει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ξυπνήσει. Όμως δεν έβλεπε εφιάλτη. Ήταν η πραγματικότητα της που είχε μετατραπεί σε εφιάλτη.. σε έναν χειρότερο εφιάλτη από εκείνον που ζούσε ήδη. Και το μόνο που ήθελε ήταν να κοιμηθεί..
Όταν άνοιξε τα μάτια της κατάλαβε πως την είχε πάρει ο ύπνος στο πάτωμα. Ο ήλιος είχε πέσει, και το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Οι σκιές των δέντρων έξω από το παράθυρο πάνω από το κρεβάτι της έπαιζαν ένα θέατρο σκιών με τον αέρα και τους φωταγωγούς έξω από το σπίτι. Η κοπέλα σηκώθηκε αργά. Ένιωθε ακόμα αδύναμη. Το στόμα της ήταν στεγνό τα μαλλιά της ανακατεμένα όπως και το στομάχι της παρόλο που ήταν άδειο. Δεν ήθελε να φάει. Δεν ήθελε να ζει. Ήθελε μόνο να κοιμηθεί. Σηκώθηκε όρθια και μπήκε στο μπάνιο. Δεν άντεχε άλλο να νιώθει αυτή την περίεργη νύστα που της δημιουργούσε ζαλάδα και εξάντληση. Όμως δεν άντεχε ούτε να σταθεί όρθια. Έκατσε μέσα στην μπανιέρα και άφησε το νερό να τρέξει επάνω της. Δεν έβγαλε καν τα ρούχα της, δεν το σκέφτηκε. Όλα γύρω ήταν θολά. Τα μάτια της συνεχώς κρυμμένα πίσω από δάκρυα συσσωρευμένα μέσα στις κόγχες τους. Που και που τα ανοιγόκλεινε για να δει καθαρά, μα δεν κρατούσε για πολύ. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν εκείνος. Και το πόσο άχρηστη και μηδενική ένιωθε.
Είχε παίξει μαζί της τόσο ύπουλα. Εκμεταλλεύτηκε τα συναισθήματα της και τώρα αυτός θα ζούσε ευτυχισμένος με την κοπέλα των ονείρων του που φυσικά και δεν ήταν εκείνη. Ποιος νοιαζόταν για εκείνη. Όσα άτομα είχε στη ζωή της την είχαν προδώσει. Όσοι αγάπησε την μίσησαν. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν. Ίσως αυτή ήταν η χαζή και όλοι οι άλλοι εξυπνότεροι πιο συγκροτημένοι. Εκείνη δεν μπόρεσε ποτέ να ελέγξει τα συναισθήματα της. Δεν προσπάθησε ποτέ να εκμεταλλευτεί καταστάσεις και ανθρώπους. Οι άλλοι όμως το έκαναν σε εκείνη. Το μυαλό της δεν έβρισκε κάποια λύση σε όλο αυτό. Το μόνο που επαναλάμβανε μέσα στο μυαλό της ήταν τα προσβλητικά λόγια της κοπέλας. Τα υποτιμητικά βλέμματα των συμμαθητριών της έτρεχαν σαν ταινία τρόμου στις σκηνές του μυαλού της κάθε εικόνα έδινε ένα παραπάνω σφίξιμο στην ψυχή της που την τύλιγε ένα ενοχλητικό μούδιασμα.
"Την τσούλα σου" έτσι την είχε πει. Μάλλον δεν είχε άδικο. Μάλλον μόνο αυτό άξιζε να θεωρηθεί. Είχε μπλέξει με έναν άνθρωπο που είχε ένα επάγγελμα είχε υποχρεώσεις και ευθύνες. Και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να τον κάνει δικό της. Πόσο ηλίθιο ακούγεται αυτό; Όσο ηλίθιο ακούγεται το να ερωτευτεί ένας καθηγητής μια μαθήτρια και να καταλήξει η ιστορία με αίσιο τέλος. Τόσο μικρή. Τόσο ασήμαντη. Τόσο ανόητη. Ένιωσε έναν πόνο που την έκανε να μουδιάσει και να αρχίσει να κρυώνει. Γύρισε το ντούς στο καυτό και το βλέμμα της πήγε στο ξυραφάκι κάτω από τα χερούλια του μπάνιου. Το ξυραφάκι την δελέαζε ξανά. Ξανά γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά. Ούτε η τελευταία. Το πήρε στα χέρια της και χωρίς να το σκεφτεί μπήκε στη διαδικασία να σπάσει το πλαστικό περίβλημα και να κρατήσει σταθερά την λεπίδα στα δύο της δάχτυλα. Εκείνη κοίταξε τη λεπίδα και η λεπίδα κοίταξε εκείνη. Και το δέρμα της δεν έγινε ποτέ ξανά το ίδιο.
Μετά από την έντονη έκφραση θυμού και μισούς της η Ιζαμπέλα έκανε πολύ καιρό να εμφανιστεί στο σχολείο. Πέρασε τουλάχιστον μία εβδομάδα μέσα στην οποία η Βικτόρια με το ζόρι έτρωγε και κοιμόταν αμέτρητες ώρες ενώ όσο δεν κοιμόταν έκλαιγε ή άκουγε μουσική στα τελευταία θρανία της τάξης της. Οι συμμαθήτριες της την κοιτούσαν περίεργα αλλά είχε συνηθίσει. Ούτε που την άγγιζε πλέον.  Το μόνο που την ηρεμούσε ήταν το να ακούει μουσική και να γράφει, να γράφει, να γράφει. Έγραφε ιστορίες στις οποίες ο νεαρός γύριζε πίσω, ιστορίες στις οποίες όλα ήταν διαφορετικά, πιο εύκολα. Μερικές φορές και πιο δύσκολα. Στις ιστορίες της όμως έμεναν μαζί, δεν υπήρχε τίποτα να τους χωρίσει, καμία διαφορά ηλικίας, καμία εξουσία, καμία απόσταση, καμία αρραβωνιαστικιά. Ήταν μόνο αυτοί οι δύο εναντίον του υπόλοιπου κόσμου. Και την αγάπη τους δεν την νίκησε κανείς. Μένει μόνο να ήταν όλα αυτά πραγματικά και όχι μέσα σε μερικές σελίδες τετραδίων που θα έπρεπε να σημειώνει μαθήματα, αλλά ποιος είχε χρόνο για αυτά. Οι καθηγητές μόνο παρατηρήσεις της έκαναν και την είχαν εκθέσει πάνω από τρεις φορές μπροστά στο τμήμα της για την συμπεριφορά της, χωρίς κανείς να ρωτήσει πως αισθάνεται και γιατί. Όχι πως είχε σκοπό να εκφραστεί, ήξερε πολύ καλά πως κανείς δεν νοιάστηκε πραγματικά. Ήθελε απλώς να μείνει αόρατη, μέχρι να τελειώσει η χρονιά. Ίσως τελικά να κατάφερνε να πείσει τους δικούς της να την στείλουν σε κάποιο άλλο σχολείο στην Δευτέρα Λυκείου. Έτσι κι αλλιώς η σχολή εκείνη δεν περιείχε καμία ειδικότητα που να την ενδιέφερε. Αν τους έδειχνε πως τα πράγματα ηρέμησαν ίσως κατάφερνε να σώσει έστω αυτό. Και στην συναισθηματική φάση που βρισκόταν ήταν υπεραρκετό.
Δύο συμμαθήτριες της μπήκαν μέσα στην τάξη ενώ μιλούσαν δυνατά και γελούσαν. Η Βικτόρια δεν γύρισε να τις κοιτάξει μέχρι που άκουσε ανάμεσα τους μια γνώριμη φωνή.
"Τι εννοείς δεν του έχεις στείλει ακόμα μήνυμα; Τον άφησες στα αδιάβαστα όλη νύχτα;"
"Ρε δεν με ενδιέφερε να του απαντήσω γιατί μιλούσα από το βράδυ μέχρι το πρωί με τον Ανδρέα και είχε πολύ πλάκα.."
"Καλά αυτός σίγουρα σκεφτόταν τον κώλο σου όσο μιλούσατε και τίποτα άλλο."
"Γιατί μωρέ ο άλλος τι σκεφτόταν νομίζεις;"
Οι κοπέλες γέλασαν. Μα η Έλεν που δεν συμμετείχε μαζί τους στην κουβέντα, ευτυχώς, και απλά γέλασε με τα λεγόμενά τους, κοίταξε την Βικτόρια που την έκρυβαν σχεδόν εντελώς οι πλάτες των άλλων δύο κοριτσιών. Η Βικτόρια όμως δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί μαζί της. Σηκώθηκε μάζεψε τα πράγματά της, αγνόησε τις σκέψεις που την προειδοποιούσαν για τις απουσίες της που είχαν φτάσει στο όριο, και βγήκε από την τάξη χωρίς να μιλήσει φυσικά σε κανέναν..

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now