~•Green eyes•~

256 16 3
                                    

"Πως κι από δω μικρή;"
Ο νεαρός στεκόταν ακόμα χαμογελαστός με ένα θα λέγαμε παιχνιδιάρικο ύφος ενώ τα χέρια του ήταν μισοκρυμμένα στο μπλε παντελόνι του, το σε όλους γνωστό σκισμένο παντελόνι του, λόγω μόδας φυσικά δεν ήταν και κανένας άστεγος αλλά απ' όσο είχε καταλάβει η Βικτόρια, δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η εμφάνιση του, κυρίως τότε.
Ο νεαρός ήταν φίλος του αδερφού της. Το προηγούμενο καλοκαίρι όμως, μετά από όλα όσα έγιναν με τον Τζιμ, όταν είδε για πρώτη φορά τον Άντριου στο σπίτι της τον ερωτεύτηκε, όχι για κανέναν άλλο λόγο, μα για εκείνα τα καταπράσινα μάτια και το γοητευτικό χαμόγελο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν τυχαία και τόσο αναπάντεχα, που στάθηκαν και οι δύο παγωμένοι για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που εκείνος έσπασε τη σιωπή, αφότου σχηματίστηκε στο βλέμμα του εκείνο το γνωστό μισό χαμόγελο και είπε "Δεν ήξερα ότι ο φίλος μου έχει αδερφή."
Και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Μα τι σκατά λέω τέλος πάντων, κάπως έτσι άρχισαν οι εντάσεις μεταξύ τους. Οι περισσότερες από εμάς είχαμε ή θα έχουμε, εκείνο το γνωστό έρωτα ο οποίος μας φτάνει στο αμήν με το παραμικρό. Σε όλα διαφωνούμε, όλα είναι ένας ανταγωνισμός και η κάθε αφορμή για κουβέντα καταλήγει σε τσακωμό. Όμως η χημεία είναι τόσο απίστευτη, που κατά βάθος αισθάνεσαι μια περίεργη ευχαρίστηση, έναν ενθουσιασμό. Αυτός λοιπόν ήταν για την Βικτόρια ο Άντριου. Με τη μόνη διαφορά πως εκείνος δεν την άγγιξε ποτέ. Τουλάχιστον μέχρι τότε.
"Ήρθα να δω το σκυλάκι, εσένα χεσμένο σε έχω."
Εκείνος χαμογέλασε ακόμη πιο πολύ και κοίταξε τριγύρω, λες και περίμενε το κοινό που τους παρακολουθούσε να γελάσει με την τάπα που του πέταξε η.. "μικρή".
"Το ήξερα ότι θα χρησιμοποιήσεις την σκυλίτσα μου για δικαιολογία που δε θες να παραδεχτείς ότι ήρθες για εμένα. Τόσο προβλέψιμη."
Η Βικτόρια ένιωσε το αίμα της να ανεβαίνει στο κεφάλι και σηκώθηκε απότομα. Τον κοίταξε απειλητικά, όμως αυτά δεν έπιαναν σε εκείνον.
Μέσα από τα δόντια της οι λέξεις βγήκαν προειδοποιητικά και με μια τάση σαρκασμού. "Μπορώ να φύγω αν θες."
Έγειρε το κεφάλι του λες και τον προκαλούσε. "Α ναι; Τόσο δρόμο για να ξαναφύγεις; Όχι εντάξει δεν σε αφήνω μόνο και μόνο επειδή είμαι ευγενικός. Πάμε βόλτα κάπου αλλού έχω βαρεθεί αυτή την πλατεία."
"Έχε χάρη που σε έχω ανάγκη."
Σκέφτηκε η Βικτόρια, έκανε την καρδιά της πέτρα, και τον ακολούθησε. Περπάτησαν αρκετά, μέχρι που έφτασαν σε ένα δάσος. Ο Άντριου ελευθέρωσε το σκυλί που άρχισε να τρέχει αμέριμνο.
"Λοιπόν, δεν μου είπες. Πως κι από δω;"
Η Βικτόρια έψαχνε ευκαιρίες να αποφύγει την απάντηση σε αυτή την ερώτηση εδώ και ώρα. Όμως ήξερε πως δεν μπορούσε να του πει ψέματα. Επίσης ήξερε πως είχε ήδη εξαντλήσει τις ευκαιρίες της για να αποφύγει την σωστή απάντηση. Ο νεαρός φερόταν λες και ήξερε ήδη τον λόγο που ήταν εκείνη εκεί.
"Θυμάσαι τον "αγαπημένο μου";"
Ο Άντριου φυσικά δεν τον ήξερε τον αγαπημένο της, ήξερε απλώς ότι υπάρχει. Της έγνεψε θετικά. Η Βικτόρια κατέβασε το κεφάλι και εξομολογήθηκε. "Τελειώσαμε." Ο νεαρός σταμάτησε να περπατάει και την κοίταξε για λίγο με γουρλωμένα μάτια. Έπειτα ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε και η Βικ νευρίασε για άλλη μια φορά. "Γιατί;" είπε και συνέχισε το βήμα του.
"Γιατί είναι μαλάκας." Η απάντηση της τον έκανε να γελάσει.
"Μάλλον έχεις μια αδυναμία στους μαλάκες."
Η Βικτόρια ήθελε να του πει πως είχε και σε εκείνον αδυναμία επομένως αυτό θα τον έκανε απευθείας έναν μαλάκα, αλλά ίσως αυτό να ήταν που ήθελε να ακούσει, και όχι δεν θα του το έδινε στο πιάτο τόσο απλά. Παρόλο που ο σκοπός της επίσκεψης της ήταν αυτός. Είχε αρχίσει να αλλάζει γνώμη για το αν έπρεπε τελικά να το παραδεχτεί ή όχι.
"Τι να κάνουμε είσαστε πολλοί οι μαλάκες και δεν τυχαίνει εύκολα να μην πέσουμε επάνω σε κάποιον."
"Δηλαδή μου λες ότι σε όλα φταίμε εμείς και εσείς είστε αθώες ψυχές.." άρχισε ξανά να γελάει μόνος του και τα λαμπάκια της Βικτόρια άρχισαν να αναβοσβήνουν. "Δεν είπα πως είμαι τέλεια, αλλά δεν είσαι σε θέση να με κρίνεις." Γύρισε και την κοίταξε χαζά. "Γιατί; Τι έχει η θέση μου; Άσε που η θέση μου είναι δυόμισι κεφάλια πιο πάνω από εσένα ούτε αν ανέβεις πάνω σε σκαμπό δεν με φτάνεις!" Του έριξε μια δυνατή μπουνιά στο χέρι. Την ενοχλούσε τόσο πολύ που ήταν τόσο ανώριμος. Ο Τζιμ δεν φερόταν ποτέ τόσο ανώριμα, ούτε μιλούσε έτσι στις κοπέλες. Έφταιγε και η διαφορά ηλικίας, ο Άντριου ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος της το πολύ σε αντίθεση με τον Τζιμ που... απείχε πολύ από την εφηβεία και την φρέσκια ενηλικίωση.
"Να ξέρεις δεν με πόνεσες."
"Την επόμενη θα τη φας στα ευαίσθητα σημεία σου και δεν θα ξαναπερπατήσεις για ένα μήνα." είπε και τον προσπέρασε. "Εγώ θα σε κάνω να μην μπορείς να περπατήσεις για ένα μήνα." Άκουσε σιγανα από πίσω της. Πάγωσε και γύρισε απότομα. Αυτός χαμογέλασε πλατιά. Ένιωσε να ανατριχιαζει λιγάκι αλλά το αγνόησε και συνέχισε να περπατάει.
Έφτασαν σε ένα ξέφωτο. Εκεί ήταν ένα παλιό παγκάκι, μισογκρεμισμένο, ανάμεσα σε μακριά κιτρινισμένα χόρτα όπου η σκυλίτσα βρήκε ευκαιρία να τρέξει και να αρχίσει να κάνει κύκλους. Το φθινόπωρο είχε αφήσει μόνο ξερά χόρτα και γυμνά δέντρα παντού από τα τελευταία δέντρα που άντεξαν και το καλοκαίρι που πέρασε. Στην Βικτόρια δεν άρεσε καθόλου αυτή η εποχή. Της άρεσε η άνοιξη που όλα ήταν καταπράσινα και ανθισμένα. Όμως τώρα δεν την πείραζε. Δεν έψαχνε την άνοιξη, γιατί την είχε βρει στα πράσινα μάτια του. Και μόνο αυτή η άνοιξη της έφτανε.
Κάθισαν στο παγκάκι. Η Βικτόρια ήθελε να του το πει. Να του πει πως αισθάνεται. Φοβόταν όμως. Φοβόταν πολλά. Αν όλα αυτά που ένιωθε για εκείνον ήταν ασήμαντα; Αν ήταν ένα απλό κρας και της περνούσε; Ήταν εκεί εξαιτίας του Τζιμ; Τι πήγαινε να κάνει τέλος πάντων; Ήταν και φίλος του αδερφού της, δεν έπρεπε να μπει στη μέση με αυτόν τον τρόπο.. θα μου πεις ας βρει άλλους φίλους ο αδερφός της σιγά το πράγμα για έναν κάνουμε έτσι.. εξάλλου τόσους φίλους είχε, τι θα πείραζε να του φάει έναν..
"Τι σκέφτεσαι μικρή;"
Η φωνή του την απέσπασε από τις σκέψεις της. Γύρισε και τον κοίταξε. Αυτή τη φορά ήταν σοβαρός και την κοιτούσε ήρεμα, με αυτά τα μάτια που την έκαναν τα αντανακλαστικά της και τις σκέψεις της να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Είχαν καθίσει κοντά. Πολύ κοντά. Το χέρι του ήταν απλωμένο πίσω στην πλάτη της. Προσπάθησε να φερθεί ψύχραιμα και να βρει κάτι τυχαίο να του πει.
"Τα μαθήματα σε αυτό το σχολείο είναι δύσκολα. Δεν έχω ιδέα αν θα τα καταφέρω. Το σύστημα τους μου είναι τόσο άγνωστο που δεν έχω καν την ψυχική δύναμη να προσπαθήσω.."
Την άκουγε ήσυχα, για πρώτη φορά στη ζωή του χαμογέλασε ελαφριά και άρχισε να παίζει με μία τούφα από τα μαλλιά της. "Θα τα καταφέρεις. Κάθε αρχή και δύσκολη. Εγώ πιστεύω σε εσένα."
Τον κοίταξε. Χαμογέλασε συμπονετικά. Ίσως να μην ήταν τόσο κακός τελικά. Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που την έκαναν να θέλει να τον αγκαλιάσει και να τον φιλήσει. Βέβαια να τον φιλήσει ήθελε σε μόνιμη βάση αλλά ας μην το υπεραναλύσουμε και αυτό. Και με αυτές τις σκέψεις της κοίταξε τα χείλη του. Η απάντηση του ήταν να κοιτάξει κι εκείνος τα δικά της. Και όταν πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό της πάγωσε ο χρόνος.

Ερωτεύτηκα την κολλητή μου.Where stories live. Discover now