Kεφάλαιο 14⁰ (α' μέρος)

116 13 12
                                    

Μερικές μέρες αργότερα, η Λουΐζα περίμενε υπομονετικά στον πάγκο μέχρι ο μάγειρας να της σερβίρει το φαγητό. "Tσακωθήκατε με τον Στέλιο πάλι;" Την ρώτησε ο Γιάννης.

"Μπορούμε να μην μιλάμε γι' αυτό το θέμα, Γιάννη; Αλήθεια, νευριάζω και μόνο που ακούω το όνομά του." Η Λουΐζα πήρε τον δίσκο της και κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία που κάθονταν συνήθως. Όμως, όταν παρατήρησε ότι ο Στέλιος καθόταν μαζί με τον Αρτέμη και τον Πέτρο, άλλαξε κατεύθυνση. Σάρωσε με το βλέμμα της την αίθουσα για μια κενή τραπεζαρία μακριά από αυτήν που καθόταν ο Ιωαννίδης.

"Ό,τι κι αν είναι, είστε συγκάτοικοι. Πρέπει να το συζητήσετε."

"Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα μαζί του. Εκείνος έχει μαζί μου." Άφησε τον δίσκο στο τραπέζι και κάθισε.

Ο Γιάννης την κοίταξε δύσπιστος, μα η Λουΐζα αδιαφόρησε. Για μία μέρα ήθελε να μην ακούσει το όνομά του και να μην τον συναντήσει. Ζητούσε πολλά;

"Εντάξει, δεν επιμένω. Τι θα κάνεις μετά;" Ο Γιάννης κάθισε εν τέλει απέναντί της και ξεκίνησε να τρώει.

"Ίσως να πάω στην βιβλιοθήκη ή στο μπάνιο..." Η Λουΐζα σκέφτηκε πως θα ήταν ευκαιρία τώρα που όλοι θα ήταν απασχολημένοι να απολάμβανε ένα μπάνιο με την ησυχία της. Είχε πολύ καιρό να κάνει κάτι τόσο απλό χωρίς να ανησυχεί υπερβολικά για το αν κάποιος θα δει κάτι που δεν έπρεπε να δει.

"Θέλεις παρέα;" Η φωνή του Στέλιου ήχησε σαν συναγερμός στα αυτιά της, ένας συναγερμός ο οποίος αμέσως προξένησε την αντίδρασή της.

"Θα προτιμούσα να περάσω ένα βράδυ στη φυλακή, παρά να είμαστε στον ίδιον χώρο." Δήλωσε καυστικά και δάγκωσε το μπούτι του κοτόπουλου που είχε στο πιάτο της σπασμωδικά.

"Με πληγώνεις βαθύτατα, εγκάρδιε φίλε μου!" Ο Στέλιος προσποιήθηκε τον πληγωμένο και στράφηκε στον Γιάννη, όταν η Λουΐζα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της εκνευρισμένη, καθώς στριφογύρισε τα μάτια της. "Γιάννη, ο λοχίας μας κάλεσε στην αίθουσα πυγμαχίας."

"Τώρα;" Ρώτησε ο Γιάννης έκπληκτος και ο Στέλιος κατένευσε. "Μα δεν πρόλαβα καν να φάω!" Παραπονέθηκε.

"Όσο νωρίτερα ξεκινήσουμε, τόσο νωρίτερα θα τελειώσουμε." Απάντησε ο Στέλιος.

"Λυπάμαι, Λούη. Σήμερα θα πρέπει να φας μόνος σου."

"Δεν πειράζει. Μην ανησυχείς. Καλό κουράγιο." Η Λουΐζα του χαμογέλασε ενθαρρυντικά.

Ο καημένος ο Γιάννης δεν είχε καν προλάβει να γευματίσει και οι εργασίες ανακαίνισης της αίθουσας είχαν ήδη ξεκινήσει. Η Λουΐζα αισθανόταν τυχερή που είχε κρυώσει την προηγουμένη και δε θα χρειαζόταν να συμμετάσχει στην ανακαίνιση της αίθουσας πυγμαχίας. Χαιρόταν, όμως, περισσότερο που θα απολάμβανε μερικές ώρες μακριά από τον Στέλιο.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα