Κεφάλαιο 39⁰

99 18 16
                                    

*Σουν Τσου: Κινέζος στρατηγιστής, απόφθεγμα από το βιβλίο "The art of war"*

Η πόρτα του κελιού της άνοιξε και για μια ακόμη φορά συνέβη αυτό που η Λουΐζα φοβόταν: ο Πλιάκος την καλούσε για μία ακόμη φορά στο γραφείο του. Έριξε μία γρήγορη ματιά στον Μάρκο, ο οποίος έπραξε αυτό εντός των ελάχιστων δυνατοτήτων του. Την καθησύχασε, όσο αυτό ήταν εφικτό...

Η Λουΐζα σηκώθηκε, λοιπόν, ταχύτατα όρθια και ακολούθησε τον φρουρό ως το γραφείο του Πλιάκου. Όσο πιο πιο γρήγορα έφτανε εκεί, τόσο συντομότερα θα απαλλασσόταν από την παρουσία του. Ο Πλιάκος, όμως, την διέψευσε και πάλι.

"Δεν φαίνεται να απολαμβάνεις τα προνόμιά σου." Είπε εξαίφνης και η Λουΐζα σήκωσε το βλέμμα της πάνω του. "Σ' έχω σαν βασίλισσα κι όμως, δεν συγκινείσαι."

Η Λουΐζα έσφιξε τα χείλη της φοβούμενη ότι θα ξέφευγε κάτι που δεν έπρεπε.

"Δεν μπορώ να διώξω αυτές τις εικόνες από τον νου σου, Λουΐζα. Όμως, αυτό που μπορούμε να κάνουμε μαζί είναι να μην τον προκαλούμε. Κάνε ό,τι σου λέει δίχως ερωτήσεις. Μην αρνείσαι, μην τον νευριάζεις, μην τον προκαλείς." Τα λόγια του Μάρκου ήχησαν σαν την φωνή του υποσυνείδητου της. "Δεν ζητάω να κλείσεις τα μάτια σου. Απλά να προσέχεις γύρω του. Ο άνθρωπος είναι άρρωστος και δεν παύει ποτέ να μας διαψεύδει ότι έχει προβλήματα. Είναι ανεξέλεγκτος και δεν ξέρουμε τι μπορεί να κάνει αν μας βάλει στο στόχαστρο. Γι' αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να του χαϊδέψω τα αυτιά, ούτε να γλιτώσει, αλλά για να τον κάνουμε να πληρώσει, πρέπει πρώτα να βγούμε σώοι από εδώ μέσα. Δεν πρέπει να του επιτρέψουμε να μας σπάσει."

Ο Μάρκος είχε δίκιο. Μπορεί η τακτική του να ήταν ως έναν βαθμό ριψοκίνδυνη, αλλά ίσως να κατόρθωνε η Λουΐζα να κρατήσει τις αποστάσεις της από τον Πλιάκο για λίγο καιρό... Απλά ήλπιζε να μην την αναγκάσει να μαρτυρήσει ξανά το βασανιστήριο το οποίο υπέστη η Έλενα την προηγούμενη φορά.

"Τς, τς, τς... Ίσως δεν πέρασα το μήνυμά μου την προηγούμενη φορά." Συνέχισε στον ίδιο διεστραμμένο τόνο και η Λουΐζα τον κοίταξε έντρομη. Με αυτόν τον άνδρα έπρεπε να βρίσκεται συνέχεια σε επιφυλακή. Σε καμία των περιπτώσεων δεν έπρεπε να εφησυχαστεί. Άπαξ και συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε θα είχε χάσει το παιχνίδι. "Αλλά μη σε νοιάζει. Είμαι γενναιόδωρος τον τελευταίο καιρό. Γι' αυτό θα απολαύσεις το προνόμιο να παρακολουθήσεις και δεύτερο μάθημα." Είπε και η Λουΐζα πάγωσε στην θέση της. "Φέρε την Έλενα." Διέταξε τον φρουρό που συνόδευσε την Λουΐζα ως το γραφείο του κι έπειτα, επέστρεψε στην αναπαυτική καρέκλα του και κάθισε.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα