Πρόλογος

235 34 10
                                    

Η Λουΐζα δε θέλησε ποτέ αυτόν το γάμο. Για την ακρίβεια, δεν ήθελε ποτέ να παντρευτεί. Δεν ήθελε να κάνει ποτέ δική της οικογένεια, δεν ήθελε να επιβαρύνει ποτέ κανέναν με την παρουσία της, αν κι εκείνος δεν την ήθελε φυσικά. Παρόλα αυτά, ο πατέρας της φρόντιζε να της το υπενθυμίζει με κάθε ευκαιρία ότι αποτελούσε βάρος για τον ίδιο. Η ανατροφή της στο σπίτι ήταν μάλλον επιβαρυντική και ανεπιθύμητη. Η οικογένειά της αντιμετώπιζε αρκετά οικονομικά προβλήματα, γι' αυτό και ο πατέρας της επέμενε στο ότι έπρεπε μα βρεθεί κάποιος που θα την παντρευόταν και -επιτέλους- δε θα αποτελούσε δική του ευθύνη.

Σκούπισε τα δάκρυά της με την ανάστροφη της παλάμης της και πίεσε τον εαυτό της να τρέξει ταχύτερα. Δεν είχε το χρόνο για παράπονα. Έπρεπε μόνο να τρέξει... Έπρεπε να ξεφύγει... Έπρεπε να γλιτώσει... 

Ωστόσο, ένιωθε το στήθος της τόσο βαρύ. Γιατί έπρεπε ο πατέρας της με κάθε ευκαιρία να της υπενθυμίζει πόσο την απεχθανόταν; Γιατί έδειχνε τόσο έμπρακτα απέχθεια απέναντι στο ίδιο του το σπλάχνο; Στον αδερφό της δεν είχε συμπεριφερθεί ποτέ κατ' αυτόν τον τρόπο. Ποτέ δεν τον πίεσε να νυμφευθεί. Η Λουΐζα ήταν σύμφωνη με την ιδέα ότι εκείνη ήταν γυναίκα κι ο αδερφός άντρας. Ήταν λογικό, λοιπόν, ο πατέρας της να κανονίσει συνοικέσιο για την ίδια και όχι για τον αδερφό της. Ο πρωτότοκός του ήταν αρκετά ικανός ώστε να αποφασίζει για τον εαυτό του.

Γιατί να μη μπορεί και η ίδια να αποφασίζει για τον εαυτό της;

Τα πόδια της ακινητοποιήθηκαν. Της φάνηκε τόσο λογική και δίκαιη αυτή η σκέψη. Αν τυχόν, όμως, την άκουγε ο πατέρας της, θα την ξυλοφόρτωνε. 

"Από 'δώ! Γρήγορα!" Άκουσε τη φωνή του πιο έμπιστου ακολούθου του μέλλοντα συζύγου της και πανικοβλήθηκε.

Αχ, Θεούλη μου! Τι θα έκανε; Είχε κατορθώσει με μεγάλη δυσκολία να τους ξεφύγει και τώρα την είχαν εντοπίσει; Τόσο γρήγορα;

Κοίταξε γύρω της αναζητώντας πιθανές διόδους διαφυγής. Ανάμεσα στους πάγκους με τους δραστήριους και θορυβώδεις πωλητές που είχε συναντήσει στη ζωή της, υπήρχε ένα αρκετά ψηλό και πλατύ παραβάν, ώστε να μπορέσει να κρυφτεί από τον έμπιστο ακόλουθο του μέλλοντα συζύγου της και την ντουζίνα των ομοίων του που τον ακολουθούσε. Περπάτησε όσο το δυνατόν γρηγορότερα μπορούσε, ώστε να περάσει απαρατήρητη στους κυνηγούς της, άρπαξε ένα πανωφόρι από τον πάγκο δίπλα στο παραβάν και κρύφτηκε.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα