Κεφάλαιο 11⁰

128 16 7
                                    

Ο Στέλιος ξύπνησε το επόμενο πρωί ιδρωμένος. Το φως του ήλιου που τρύπωνε από τις χαραμάδες του πατζουριού δεν ήταν δυνατό, αλλά ήταν αρκετό για να τον ξυπνήσει. Προσπάθησε να αλλάξει θέση, έτσι ώστε να αποφύγει τον ήλιο, αλλά κάτι - κάποιος τον εμπόδισε.

Η Λουΐζα.

Ανοιγόκλεισε τα μάτια μερικές φορές και αντιλήφθηκε ότι η Λουΐζα κοιμόταν πάνω στο στήθος του, όπως την είχε αφήσει εχθές. Μόνο που τώρα το χέρι της ήταν σφιχτά περασμένο γύρω από τον κορμό του και τα πόδια της μπλεγμένα με τα δικά του. Τα χείλη της ήταν ελαφρώς ανοιχτά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της γαλήνια. Φαινόταν τόσο ήρεμη όσο κοιμόταν, σαν να είχε κατορθώσει να διώξει όλες τις έγνοιες και τα προβλήματα που την απασχολούσαν, με κυριότερο αυτό της αποκάλυψης της ταυτότητάς της.

Ο Στέλιος ένιωσε τον χρόνο να σταματάει, καθώς έγειρε το κεφάλι του πίσω στο στρώμα. Όλα τα προβλήματα και οι σκοτούρες, οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του απέναντι στην οικογένειά του φάνηκαν να χάνουν την βαρύτητα τους και να αποσύρονται στην σκοτεινή και μακρινή πλευρά του νου του. Ο Στέλιος γαλήνεψε στο πλευρό της Λουΐζας ή τέλος πάντων, από κάτω της...

Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχθηκε στο πρόσωπο του Στέλιου, ο οποίος έκλεισε τα μάτια του πιο ήρεμος και πιο γεμάτος από ποτέ. Από πότε μπορούσε κάποιος να νιώσει γεμάτος; Γεμάτος... Υπάρχει καν τέτοιο συναίσθημα, αναρωτήθηκε.

Κάθισε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητος προσπαθώντας να προσδιορίσει το συναίσθημα που ένιωθε. Ή τουλάχιστον έτσι είπε στον εαυτό του. Έτσι, δικαιολογήθηκε στον εαυτό του.

Στην πραγματικότητα, ο Στέλιος απολάμβανε την ζεστασιά που εξέπεμπε το κορμί της Λουΐζας. Όχι, την αγαπούσε, την λάτρευε... τη ζεστασιά. Το σώμα του απορροφούν την θερμότητα της σαν να ήταν το οξυγόνο του.

Έμεινε ακίνητος από κάτω της, καθώς δεν επιθυμούσε με αντάλλαγμα τίποτε άλλο στον κόσμο να εγκαταλείψει αυτό το μικρό κρεβάτι και την Λουΐζα. Μόνο όταν η κοπέλα αναδεύτηκε στον ύπνο της ο Στέλιος ένιωσε αλλόκοτα. Τα άκρα του σφίχτηκαν καθώς το αίμα διέσχισε καυτό τις φλέβες ώσπου έφτασε στην περιοχή ανάμεσα στα πόδια του.

Αυτή ήταν μια επικίνδυνη εξέλιξη. Κυρίως για την Λουΐζα...

"Λούη..." Ακούστηκε η φωνή του Γιάννη, ο οποίος χτύπησε την πόρτα. Αμέσως, ο Στέλιος ξύπνησε από την ονειροπόληση του κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του, σαν να είχε διαπράξει κάτι που δεν έπρεπε, κάτι παράνομο, κάτι απαγορευμένο...

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα