Κεφάλαιο 46⁰

79 15 6
                                    

Η Λουΐζα κάθισε στο πρώτο ελεύθερο τραπέζι που βρήκε και κοίταξε τριγύρω της προσεκτικά. Κανείς δεν την είχε ακολουθήσει ως την Ερμιόνη. Είχε άλλωστε φροντίσει επιμελώς ώστε κανείς να μην την αναγνωρίσει. Με την βοήθεια της κυρίας Ανδρονίκης, είχε μεταμφιεστεί σε μία κυρία με ευγενή καταγωγή, τόσο όμορφη και με τόση χάρη, που θα μπορούσε να την μπερδέψει κανείς με μέλος της βασιλικής οικογένειας.

Όσοι γνώριζαν την Λουΐζα, ήξεραν ότι ποτέ δεν θα επέλεγε να αμφιέσει τον εαυτό της κατ' αυτόν τον τόσο επιτηδευμένο τρόπο. Γι' αυτό εξάλλου είχε επιλέξει ακριβώς να ντυθεί έτσι και είχε ζητήσει την βοήθεια της κυρίας Ανδρονίκης!

Όμως, ακόμα αδυνατούσε να φανταστεί τον λόγο για τον οποίο ο Ταγματάρχης της είχε ζητήσει με τόση μυστικοπάθεια να συναντηθούν σε ένα γραφικό ταβερνάκι δέκα μέτρα μακριά από την προκυμαία της Ερμιόνης. Κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί και στο Ναύπλιο, εάν απλά ο Ταγματάρχης ήθελε της μιλήσει. Ωστόσο, για να διοργανώσει όλην αυτήν την "επιχείρηση" επί της ουσίας για να την συναντήσει, μάλλον ο Ταγματάρχης Γρίβας δεν επιθυμούσε απλά να μιλήσει μαζί της...

"Κυρία μου, θα θέλατε να σας προσφέρω κάτι;" Ο σερβιτόρος ρώτησε ευγενικά.

"Άκουσα ότι σερβίρετε το καλύτερο μαγειρευτό ψάρι στην περιοχή." Απάντησε με την φράση την οποία της είχε υποδείξει ο Ταγματάρχης.

"Τότε, παρακαλώ ακολουθείστε με."

Ο σερβιτόρος οδήγησε την Λουΐζα πίσω από τον πάγκο, μαζί διέσχισαν την μικρή κουζίνα, έως ότου έφτασαν σε μια κλειστή και ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη γαλάζια πόρτα. Άνοιξε την πόρτα και η Λουΐζα τον ακολούθησε στο σκοτεινό δωμάτιο. Αφότου η πόρτα έκλεισε, τότε μόνο δύο κεριά άναψαν και φώτισαν τον χώρο. Από το σκοτάδι ξεπρόβαλαν δύο φυσιογνωμίες: η μία οικεία και η άλλη άγνωστη. Η πρώτη ανήκε στον Ταγματάρχη Γρίβα, ενώ η δεύτερη σε έναν άνδρα με γκρίζα μαλλιά, γαλάζια μάτια και φαρδιές πλάτες...

Οι δύο άνδρες σηκώθηκαν όρθιοι και τότε μόνο η Λουΐζα συνειδητοποίησε ότι μπροστά της στέκονταν δύο πολεμιστές, δύο στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα στο μέτωπο.

"Σ' ευχαριστούμε, Τάσο." Είπε σιγανά ο Ταγματάρχης και ο σερβιτόρος αποχώρησε σιωπηλά από το δωμάτιο. "Καλωσόρισες. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να μας βρεις..."

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα