Κεφάλαιο 16⁰ (α' Μέρος)

128 14 10
                                    

"Λούη!" Ο Στέλιος φώναξε για δεύτερη φορά. Μα τι στο καλό την είχε πιάσει στα καλά καθούμενα; Γιατί έτρεχε σαν δαιμονισμένη; Ο Στέλιος περίμενε μέχρι να βγουν από τον οίκο των πεταλούδων της νύχτας και τότε, την κάλεσε με το αληθινό της όνομα. "Λουΐζα!" Η κοπέλα σταμάτησε επί τόπου κι έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα. Τότε, μισή ντουζίνα σχεδόν κεφάλια γύρισαν προς το μέρος της. Ο Στέλιος συνειδητοποίησε το λάθος του κι αμέσως έτρεξε δίπλα της. "Έλα μαζί μου." Τύλιξε την παλάμη του γύρω από τον καρπό της και την οδήγησε μακριά από τον τόπο όπου την είχε σκανδαλίσει όσο κανείς άλλος.

Όταν πια έφτασαν στην παραλία, ο Στέλιος σταμάτησε και της έριξε μια ματιά. Η Λουΐζα αμέσως έσπρωξε το χέρι του μακριά της και τον κοίταξε θυμωμένη. Ο Στέλιος γνώριζε ότι αυτή η στιγμή θα ερχόταν αργά ή γρήγορα. Έτσι, έμεινε σιωπηλός επιτρέποντας στη Λουΐζα να ξεσπάσει.

Δεν είχε και άδικο η κοπέλα. Πραγματικά είχε φερθεί εγωιστικά αποσκοπώντας στην προσωπική του ικανοποίηση και διασκέδαση, αδιαφορώντας για τις συνέπειες των πράξεών του. Η Λουΐζα είχε κάθε δικαίωμα να είναι θυμωμένη μαζί του.

"Δεν θα ρωτήσω καν τι σκεφτόσουν." Η Λουΐζα σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. "Δεν με ενδιαφέρει." Τον κεραυνοβόλησε με ένα αυστηρό βλέμμα. "Θα σε παρακαλέσω, όμως, να μην φερθείς ξανά επιπόλαια με το μυστικό μου. Η ζωή μου κρέμεται κυριολεκτικά από μια λεπτή κλωστή. Θα το εκτιμούσα πραγματικά εάν δεν έπαιζες μαζί της."

"Έχεις δίκιο." Είπε τελικά ο Στέλιος εκπλήσσοντας και τον ίδιο, εκτός βέβαια από την Λουΐζα. "Αλλά έπρεπε να έβλεπες τα μούτρα σου, όταν η γυναίκα τα πέταξε όλα μπροστά σου!" Ο Στέλιος έπνιξε το γέλιο που ανέβαινε στον λαιμό του και μόλις το βλέμμα του διασταυρώθηκε με αυτό της Λουΐζας, έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του. "Συγγνώμη."

"Δεν ξέρεις τι έχω περάσει για να είμαι εδώ αυτήν τη στιγμή που μιλάμε!" Η Λουΐζα πάλεψε να διατηρήσει τον τόνο της φωνής της σταθερό, αλλά η σκέψη του σκληρού πατέρα της και του τρόπου με τον οποίο φέρεται στην ίδια και στην μητέρα της από τότε που πέθανε ο αδελφός της, έκοψε την ανάσα της.

"Λουΐζα..." Ο Στέλιος προσπάθησε να την αγγίξει, μα η κοπέλα έκανε μερικά βήματα μακριά του.

"Δεν ξέρεις πόσο δύσκολα πέρασα! Δεν ξέρεις τι τράβηξα και φυσικά δεν γνωρίζεις τον λόγο που το έσκασα από το σπίτι! Δεν ξέρεις καν ότι η ίδια μου η μητέρα με φυγάδεψε!" Μερικά δάκρυα κύλισαν ανεξέλεγκτα από τα μάτια της και η Λουΐζα έσπευσε να τα αφανίσει. Δεν επιθυμούσε ο Στέλιος να την βλέπει τόσο αδύναμη, τόσο ευάλωτη. "Δεν ξέρεις ότι ο ίδιος μου ο πατέρας με έστειλε στην κόλαση! Ο ίδιος μου ο πατέρας με πούλησε σε έναν άξεστο ευγενή για να ξεπληρώσει τα χρέη του!" Τα σκληρά λόγια της ράγισαν την καρδιά του Στέλιου, μα ο πόνος στα μάτια της τον συνέθλιψαν.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα