Κεφάλαιο 1⁰ (β' μέρος)

225 24 53
                                    

Δύο μέρες αργότερα, η Λουΐζα διέσχιζε τον μεγάλο χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο στρατόπεδο, και με δυσκολία μπορούσε να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό της. Τα δύο προηγούμενα βράδια, δεν είχε κατορθώσει να κοιμηθεί. Δεν μπόρεσε, διότι ένιωθε τόση υπερένταση που ακόμη και όταν τα βλέφαρά της έκλειναν, ο νους της λειτουργούσε ασταμάτητα. Η μία σκέψη οδηγούσε στην άλλην και η Λουΐζα αδυνατούσε να σταματήσει να σκέφτεται ότι είχε κατορθώσει να περάσει στις κατατακτήριες εξετάσεις δίχως να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της.

Κοίταξε γύρω της με δέος. Δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά μέσα σε στρατόπεδο. Αν μάθαινε ο πατέρας της τι ακριβώς είχε σκαρώσει, τότε θα του έπεφταν όλα τα μαλλιά, ακόμα κι αυτά τα λίγα που του είχαν απομείνει. Η Λουΐζα γέλασε στην σκέψη, καθώς έκανε εικόνα τον πατέρα της μέσα στον νου της κατακόκκινο από το κακό του.

Η Λουΐζα, φυσικά, δεν μισούσε τον πατέρα της. Σε καμία περίπτωση. Άλλωστε ήταν ο άνθρωπος που την έφερε στη ζωή. Απλώς δεν κατανοούσε για ποιον ακριβώς λόγο εκείνος σαν γονέας της δεν μπορούσε να την αποδεχτεί και να την αγαπήσει για αυτό που ήταν.

Η διάθεσή της ξαφνικά άλλαξε, καθώς ένα βάρος έκανε την εμφάνισή του στο στήθος της. Δάγκωσε τα χείλη της και ευχήθηκε η σχέση της με τον πατέρα της να ήταν διαφορετική. Μακάρι να μπορούσε να είναι η ίδια η καλή, ευγενική, υπάκουη, συνετή και τέλεια κόρη που τόσο πολύ επιθυμούσε ο πατέρας της να έχει.

Απορροφημένη βαθιά μέσα στις σκέψεις της, η Λουΐζα δεν πρόσεχε εμπρός της και συγκρούστηκε με κάποιον κύριο. Η σύγκρουση ήταν τόσο σφοδρή που έκανε την Λουΐζα να παραπατήσει προς τα πίσω και τον σάκο της να γλιστρήσει μέσα από το χέρι της. Ο σάκος προσγειώθηκε στο έδαφος με έναν γδούπο, άνοιξε και τα ρούχα της ξεχύθηκαν έξω από τον σάκο, συμπεριλαμβανομένου και του σκισμένου φορέματός της.

Στην θέα του φορέματος, η Λουΐζα πανικοβλήθηκε κι έσκυψε αμέσως να μαζέψει τα υπάρχοντά της. Ένα, όμως, ζεστό χέρι απλώθηκε πάνω από το δικό της. Η κοπέλα σήκωσε το βλέμμα της για να ανακαλύψει ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του χεριού ήταν ο νεαρός άρχοντας που είχε συναντήσει πριν μερικές μέρες στην Αθήνα. Με κομμένη την ανάσα, η Λουΐζα διατήρησε το βλέμμα της προσεκτικά πάνω του, καθώς εκείνος τη βοήθησε να συμμαζέψει τα ρούχα της.

Πόσο μικρός είναι ο κόσμος, συλλογίστηκε.

Ο νεαρός πήρε το πάνω μέρος του φορέματός της και το περιεργάστηκε για παραπάνω από όσο έπρεπε. Μόλις το αντιλήφθηκε η Λουΐζα, άρπαξε το ρούχο από τα χέρια του και το έκρυψε κακήν κακώς στον σάκο της. Έπειτα, σηκώθηκε όρθια μαλώνοντας τον εαυτό της που συνέχιζε να είναι τόσο απρόσεκτη, ενώ ο νεαρός κύριος στάθηκε όρθιος παρατηρώντας την δίχως αναστολές.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα