Κεφάλαιο 42⁰

121 19 16
                                    

Ο Πλιάκος τραβολόγησε την Λουΐζα, ενώ εκείνη ωρυόταν και φώναζε πίσω από το πανί, με το οποίο είχε καλύψει το στόμα της.

"Μην κάνεις το έργο μου πιο δύσκολο. Ακολούθησέ με και να είσαι σίγουρη ότι δεν θα σε σφάξω."

Η Λουΐζα, ωστόσο, αντιστάθηκε. Βρήκε έναν πεσμένο κορμό και κράτησε αντίσταση. Θα καθυστερούσε τον Πλιάκο όσο περισσότερο μπορούσε, έως ότου ο Στέλιος την βρει.

Ο Πλιάκος την τράβηξε πάλι και κατά συνέπεια το τραυματισμένο, καταμελανιασμένο και γεμάτο με αίματα δέρμα των καρπών της να σκιστεί και αίμα να αρχίσει να τρέχει πάλι από την πληγή της. Η Λουΐζα κατάπιε τον πόνο, έσφιξε τα δόντια και τράβηξε τον Πλιάκο μανιωδώς προς το μέρος της. Δεν επρόκειτο να του επιτρέψει να ξεφύγει τόσο εύκολα! Αυτό το κάθαρμα θα πλήρωνε για τα εγκλήματά του εις βάρους της Ελλάδος και φυσικά, για όλα όσα την ανάγκασε να υπομείνει και να υποστεί. Δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ για το κακό που της προξένησε.

"Αχάριστο θηλυκό!" Την τράβηξε με δύναμη, με αποτέλεσμα η Λουΐζα να χάσει την ισορροπία της και να προσγειωθεί άτσαλα στο έδαφος. Το φόρεμα της σκίστηκε και τα γόνατά της, τα οποία σύρθηκαν στο σκληρό και γεμάτο πέτρες έδαφος, το ίδιο... Τα χέρια της, τα οποία προστάτευσαν το κεφάλι της από την πρόσκρουση με το έδαφος, διαμαρτυρήθηκαν, ενώ το κεφάλι της άρχισε να βουίζει από την ένταση.

Παρ' όλα αυτά, η Λουΐζα βρήκε την δύναμη και ελευθέρωσε τον εαυτό της από το πανί που κάλυπτε το στόμα της. Το έφτυσε και αδύναμα προσπάθησε να σηκωθεί. "Δεν το βάζεις κάτω, έτσι;" Την άρπαξε και την κάθισε στον κορμό. "Πολύ καλά τότε." Ο Πλιάκος έκανε έναν χαλαρό κόμπο γύρω από ένα κλαδί του δέντρου, στο οποίο καθόταν η Λουΐζα, και ξαφνικά, το βλοσυρό βλέμμα του άλλαξε. Της χαμογέλασε και καθώς με τα λερωμένα χέρια του την ανάγκασε να τον κοιτάξει, είπε: "Θα μπορούσαμε να περάσουμε πολύ όμορφα εμείς οι δύο. Δεν θα σου έλειπε τίποτε. Ό,τι ζητούσες θα το είχες."

"Αυτό που θέλω δεν μπορείς να μου το δώσεις, Συνταγματάρχα." Το βλέμμα της κυνικό και τα λόγια της έσταζαν ειρωνεία. "Είσαι ανίκανος να μου προσφέρεις αυτό που ψάχνω, γιατί πολύ απλά δεν μπορείς να νιώσεις. Δεν έχεις καρδιά, μήτε τιμή, μήτε φιλότιμο. Είσαι ένας άνδρας διεφθαρμένος, ο οποίος διψάει μονάχα για εξουσία και χρήματα. Είσαι άπληστος και στον βωμό της ισχύος προθυμοποιείσαι να θυσιάσεις τα πάντα. Γιατί να θέλω να ακολουθήσω, λοιπόν, έναν άνδρα που ενδιαφέρεται μονάχα για τον ίδιον του τον εαυτό;"

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα