Κεφάλαιο 19⁰

122 18 27
                                    

Θα μπορούσε να της κάνει οτιδήποτε! Να την κάνει να θυμώσει, να την προσβάλει, ακόμη και να την ντροπιάσει μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους και η Λουΐζα θα το ξεχνούσε. Σταδιακά θα τον συγχωρούσε. Θα τον συγχωρούσε, αλήθεια!

Όμως, εκείνος επέλεξε να της κλέψει ό,τι της είχε απομείνει. Το μοναδικό πολύτιμο στοιχείο που διέθετε: το πρώτο της φιλί. Το φιλί που δικαιωματικά ανήκε στον μελλοντικό της σύζυγο- αν αποφάσιζε ποτέ να παντρευτεί.

Δεν μπορούσε, όμως, να επιτρέψει στον εαυτό της να αποδώσει στον Στέλιο όλες τις ευθύνες, διότι έφταιγε και η ίδια. Η ίδια η Λουΐζα όχι μόνο του επέτρεψε να την φιλήσει, αλλά και ενέδωσε στο απολαυστικά παθιασμένο φιλί του. Θα ψευδόταν αν έλεγε ότι δεν το απόλαυσε, γιατί το έκανε με όλη της την καρδιά ακι ψυχή. Για τον λόγο αυτό είχε θυμώσει κυρίως με τον εαυτό της, γιατί ήξερε ότι ο Στέλιος μπορούσε να γίνει τόσο έκφυλος. Γιατί δεν τον σταμάτησε εγκαίρως.

Πώς μπορούσε να του χαρίσει το πρώτο της φιλί με τόση ευκολία - χωρίς καν να αντισταθεί; Διότι στην πραγματικότητα δεν πάλεψε, δεν προσπάθησε καν να τον διώξει.

Η Λουΐζα ένιωθε τιποτένια. Ο πατέρας την είχε αποκαλέσει στο παρελθόν "πορνίδιο", επειδή η Λουΐζα έκανε παρέα με τους φίλους του αδελφού της και όχι με κορίτσια της ηλικίας της. Λοιπόν, μπορούσε τώρα να καταλάβει ότι πιθανότατα ο χαρακτηρισμός του πατέρα της ήταν απόλυτα εύστοχος και καθόλου άδικος.

Προσπέρασε μερικούς καλεσμένους και γρήγορα βρέθηκε στον διάδρομο, μερικά βήματα μακριά από την έξοδο. Η Λουΐζα ασφυκτιούσε ακόμη και μέσα σε αυτό το μικρό παλατάκι. Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να ξεφύγει.

Ο άνδρας που ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη της γκαρνταρόμπας, μόλις είδε την Λουΐζα έτρεξε ως το τέλος του διαδρόμου για να φέρει το παλτό της. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, επέστρεψε με το παλτό που της είχε δανείσει η Δούκισσα, και τη βοήθησε να το φορέσει. Λίγο πριν η Λουΐζα βγει από τον μεγάλο διάδρομο, άκουσε τη φωνή της γυναίκας που την είχε βοηθήσει τις τελευταίες δύο μέρες.

"Λουΐζα, φεύγεις;" Ρώτησε η Δούκισσα επιτακτικά και η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Αργά γύρισε προς το μέρος της Δούκισσας με μάτια τόσο κόκκινα και γεμάτα δάκρυα, που η Δούκισσα τρόμαξε. "Λουΐζα, τι συνέβη;" Την πλησίασε αμέσως και με μια ντελικάτη κίνηση του χεριού της έκανε νόημα στον άνδρα να αποχωρήσει. "Λουΐζα..." Η φωνή της Έλλης μαλάκωσε και προσπάθησε να αναζητήσει την απάντηση στα μάτια της Λουΐζας. 

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα