Κεφάλαιο 5⁰

141 16 6
                                    

Το επόμενο πρωί η Λουΐζα ξύπνησε πιασμένη. Όλο το σώμα της πονούσε, μα πιο πολύ ο λαιμός της. Είχε στραβολαιμιάσει. Κούνησε λίγο το κεφάλι της προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα. Κλαψούρισε και σηκώθηκε όρθια.

"Καλά ξυπνητούρια, υπναρά." Σήκωσε το κεφάλι της και βρήκε τον Στέλιο να τρώει στο παγκάκι, όπου τον είχε αφήσει την προηγούμενη μέρα.

Έτριψε την πλάτη της μπερδεμένη.

"Πότε έφεραν το φαγητό;"

"Πριν λίγη ώρα." Ο Στέλιος βούτηξε το ψωμί στη σούπα του και το κατάπιε σχεδόν ολόκληρο.

Η Λουΐζα κοίταξε γύρω της και βρήκε το δικό της πιάτο στην άλλη γωνία του κελιού. Δεν κατάλαβα ποτέ καλά καλά κοιμήθηκα, σκέφτηκε. Έπειτα, σηκώθηκε και έπιασε το βαθύ πιάτο με τη σούπα και το ψωμί της και κάθισε δίπλα του.

Με κάθε βήμα το σώμα της τής έδινε και από μια σουβλιά, μα η Λουΐζα αγνόησε τον πόνο, γνωρίζοντας ότι αν ήθελε όντως να παραμείνει στην Ακαδημία θα έπρεπε να ξεπεράσει τα όρια της και με το παραπάνω.

Είχε δίκιο ο Στέλιος. Ό,τι της είπε χθες ήταν σωστό. Είχε ξεπεράσει τα όρια της... Όμως, αυτό δε σήμαινε απαραίτητα ότι θα σταματούσε κιόλας... ότι θα τα παρατούσε επειδή δε μπορούσε να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες της.

Είχε αναγνωρίσει και είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι το χαστούκι που του έδωσε  ήταν άδικο, μα δε μπορούσε να βρει τα κατάλληλα λόγια για να του ζητήσει συγγνώμη ή έστω να ξεκαθαρίσει τη θέση της. Και τώρα, ο Στέλιος φαινόταν απόμακρος, απορροφημένος στις σκέψεις του. Βάσει αυτού, η Λουΐζα έκρινε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να του μιλήσει... Έτσι, μπούκωσε το στόμα της με ψωμί και την μια κουταλιά μετά την άλλην, εκμηδενίζοντας τις λιγοστές πιθανότητες που είχε για να συζητήσει με τον Στέλιο το χθεσινό συμβάν.

Για την ακρίβεια, έψαχνε ακόμη αφορμή για να αποφύγει μια τέτοια άβολη κατάσταση. Ο Στέλιος την έβλεπε σαν ένα αδύναμο κορίτσι -δηλαδή, αγόρι- όπως ακριβώς και έκανε ο πατέρας της, και η Λουΐζα θύμωνε. Δεν ήθελε κανένας να τη θεωρεί αδύναμη. Δεν ήθελε να την υποτιμήσει κανένας και φυσικά κανένας να μην τη λυπάται! Ωστόσο, ήταν πρόθυμη να αποδείξει σε όλους ότι ήταν πολλά περισσότερα από όσα μπορούν να δουν στο πρόσωπό της.

Ο φρουρός στάθηκε μπροστά από την πόρτα του κελιού, την οποία και ξεκλείδωσε, κι έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν. Ο Στέλιος που είχε αντιληφθεί νωρίτερα το φρουρό, έσπρωξε το Λούη και βγήκε πρώτος από το κελί ακολουθώντας τον έξω. Επιτέλους ο Στέλιος θα έβγαινε από αυτό το βρώμικο και κρύο μικρό κελί που έπρεπε να μοιράζεται με τον ενοχλητικό συγκάτοικο του.

Κάποτε το 1918 #TYS2023Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα