Περί συμβουλών

3.1K 397 145
                                    

Πίσω στο νησί οι μέρες έβρισκαν τον Άιντεν στο ορυχείο να επιβλέπει τους εργάτες, να επιβλέπει τα φορτία θειαφιού , να επιβλέπει τα χαρτια και άλλα χαρτιά που τελειωμο δεν ειχαν. Επέβλεπε τέλος συνέχεια την σκέψη του στην πιθανότητα να παρεκλίνει σε ιδέες που δεν μπορούσαν να τον κάνουν να πάρει ανάσα. Και μόνο σαν βράδιαζε και το σκοτάδι τυλιγε το νησί και οι μπλε καπνοί σάλευαν μονάχα ανάμεσα στα κανελόδεντρα επέτρεπε στον εαυτό του να επιστρεψει στο έρημο σπίτι. Μέσα στο σκοτάδι του ήταν πιο εύκολο να μην βλέπει το φάντασμα της να στοιχειώνει κάθε γωνιά του σπιτιού. Στο φως της μέρας η σκέψη της έλαμπε στις γωνιές του σπιτιού. Εκείνη ήταν μικρό κορίτσι και έπαιζε στην αυλή βρεγμένη και αθώα κοιτώντας τον με χαμόγελο, ήταν έφηβη και έψαχνε στα βιβλία του, ήταν ερωτευμένη και την είχε στα γόνατα του εξηγώντας της ένα ένα τα ορυκτά. 

Ακόμη όμως και στο σκοτάδι  τα φαντάσματα της έλαμπαν οδυνηρά όμορφα κάνοντας τις νύχτες του άγρυπνες και το σώμα του θεριό ανήμερο στην σκέψη της να μην βρίσκει ηρεμία. 

Και καμιά φορά , όταν γευμάτιζε μόνος στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι που όλες οι καρέκλες ήταν άδειες, καμιά φορά που το μπουκάλι του άδειαζε επικύνδυνα κάνοντας τον να την ονειροπολεί με μανία , καμιά φορά επέτρεπε στον εαυτό του να πηγαίνει στην άδεια κάμαρα της και να ξαπλώνει στο κρεβάτι της . Η μυρωδιά της δεν ήταν πουθενά και όμως σαν έκλεινε τα μάτια του μύριζε , ναι μπορούσε να μυρίζει το έλαιο λεμονιού που έτριβε στα στήθη της και τότε ένιωθε τον ανδρισμό του να την αποζητεί να την κάνει δική του. 

Κι επειτα το πρωι τον έβρισκε στο κρεβάτι της θυμωμένο που ήταν τόσο αδύναμος να νικήσει ένα φάντασμα.

Μιλούσε στην Αμαράντα. Την επαιρνε τηλέφωνο συχνά μέσα στην μέρα.

"Η Άννα?" έλεγε καμιά φορά με ντροπή που την αναζητούσε αν και η ίδια δεν φανερωνόταν στο τηλέφωνο.

"Θηλάζει δεν μπορεί να μιλήσει"

"είναι στον κήπο αφέντη αν θελεις να σου την φωνάξω"

"κοιμάται αν θέλεις να την ξυπνήσω"

Και έτσι οι μέρες περνούσαν μέσα στην σιωπή.

Η ζωή μακριά της ήταν μια ατέρμονη σιωπή , τόσο εκκωφαντική που κάλυπτε πολλές φορές και τις κραυγές του θυμού του.

Ενιωθε θλιμμένος.

"Αιντεν" ο Μανού τον πλησίασε και κάθησε στην ξύλινη καρέκλα δίπλα απο το γραφείο του.

ΥΒΡΙΣWhere stories live. Discover now