Ο πυρετός του έρωτα

4.9K 414 134
                                    

Ο Άιντεν κοίταξε απο μακριά το νησί που ολοένα γινόταν μικρότερο στον ορίζοντα της θάλασσας.  Ο ήλιος καθρεπτίστηκε στα μάτια του χωρίς να κάνει καμιά κίνηση να προστατευτεί απο αυτόν. 

Ήταν χαμένος στις σκέψεις του.

..........




Το σπίτι της Τζακάρτας ήταν ανάστατο απο ένα ανυπόφορο σχεδόν αναβρασμό. 

Κι όμως το μωρό ήταν ήσυχο, έπαιζε ανέμελο στον κόρφο της μητέρας του κοιτώντας την με ηρεμία, οι γωνιές του σπιτιού έμεναν ακίνητες και τακτοποιημένες και η Αμαράντα με νωχελικές  κινήσεις έτριβε τα μπαχαρικά για το μοσχάρι που θα σέρβιρε στο δείπνο. 

Ακόμη και η αναστάτωση του καιρού έδειχνε πως είχε κοπάσει. Τα άλλοτε μαυρισμένα σύννεφα έδειχναν να υποχωρούν μπροστά σε ένα ήλιο απρόβλεπτα καυτό -ακόμη και για εκείνη την πόλη  -που σηματοδοτούσε μια ζεστή, μια πύρινη  μέρα.

Όμως η αναστάτωση του σπιτιού ήταν σχεδόν απτή . Ήταν θαρρείς ποτισμένο   απο τις γρήγορες ανάσες της Άννας που δεν μπορούσε να ηρεμήσει την σκέψη της. Χαμογελούσε αφηρημένα στο μωρό , του σιγομουρμούριζε, του τραγουδούσε μα το μυαλό της ταξίδευε. 

Κοιτούσε την ώρα κάθε τόσο -ήταν μάλλον σαχλό δεν ήξερε τι ώρα θα φτάσει εκείνος- έβγαινε στην αυλή για να περπατήσει με το μωρό της αγκαλιά κοιτώντας την μεγάλη σιδερένια εξωπορτα που παρέμενε κλειστή κι επειτα έμπαινε μέσα αναζητώντας το ρολόι του τοίχου που κάθε φορα που άλλαζε η ώρα άφηνε ένα μεταλλικό χτύπο. 

Και κάθε μια ώρα βαστούσε για την Άννα ακόμη περισσότερο.

Η ώρα επιμηκυνόταν , διευρυνόταν και η ανυπομονησία της έκανε τα χέρια της να τρέμουν ανεπαίσθητα. 

Τέλος ανέβηκε αναστατωμένα τις σκάλες του σπιτιού , σαν να της λιγόστεψε ο χρόνος και δεν θα προλάβαινε να κάνει αυτό που είχε σκεφτεί , έτρεξε και πήγε στην κάμαρα της και λαχανιασμένη έψαξε ανυπόμονα στην μεγάλη σκαλιστή ντουλάπα το ομορφότερο της φόρεμα. Το πήρε στα χέρια της και το επεξεργάστηκε κρατώντας το για λίγο πάνω της, καθώς η ανάσα της παλευε να βρει τον ρυθμό της.

"

Τι κάνω? Είμαι τρελή ..δεν πρέπει να το κάνω αυτό"

 μουρμούρισε η σκέψη της στην ηθική της χωρίς να δώσει απάντηση. Έκλεισε τα μάτια σαν να ήταν έτοιμη να πηδήξει απο το γκρεμό μιας πλαγιάς, σαν να είναι στην άκρη ενός γκρεμού και σε λίγο θα ένιωθε το βάθος του κρύου νερού να την πνίγει . Και όταν τα άνοιξε , γδύθηκε με χέρια βιαστικά, φόρεσε νέα εσώρουχα, μάζεψε τα μαλλιά της ψηλά χτενίζοντας τα προσεχτικά, φόρεσε τα σκουλαρίκια με τον αχάτη που κάποτε εκείνος της είχε κάνει δώρο , τσίμπησε τα μάγουλα της να κοκκινίσουν ελαφρά και άλειψε τα χείλια της με ένα λάδι απο καρύδα για να μαλακώσουν. 

ΥΒΡΙΣWhere stories live. Discover now