Κεφάλαιο 9

104 12 8
                                    

Σερίνα

Τεντώνομαι βγάζοντας τα χέρια μου απ' τα σκεπάσματα. Ο πρωινός ήλιος που εισχωρεί απ' τα παράθυρα γεμίζει το δωμάτιό μου. Έχει συννεφιά έξω κι ο αέρας φαίνεται να κάνει τα κλαδιά των δέντρων να χορεύουν ρυθμικά.

Βγαίνω από το ζεστό μου πάπλωμα, φοράω τα ροζ γούνινα πασούμια μου και μπαίνω στο μπάνιο μου. Ακολουθώ την πρωινή μου ρουτίνα μέχρι να νιώθω ότι γυαλίζω από καθαριότητα. Βουρτσίζω τα μαλλιά μου και επιστρέφω στο δωμάτιο. Φοράω την ημιδιάφανη ροζ ρόμπα μου πάνω απ' το νυχτικό και βγαίνω στο διάδρομο.

Κατευθύνομαι απευθείας στη μικρή τραπεζαρία όπου παίρνουμε συνήθως τα καθημερινά μας γεύματα. Κι όταν λέω μικρή, εννοώ σε σχέση με τη μεγάλη που έχουμε για τα "επίσημα" γεύματα του πατέρα μου με τους πολιτικούς, τους σημαίνοντες πελάτες του και λοιπά μέλη της "υψηλής κοινωνίας".

Το φως εισχωρεί άπλετο σ' όλο το σπίτι φωτίζοντας κάθε επιφάνεια και κάθε σκιά. Η μητέρα μου ήθελε να έχουμε πολλά παράθυρα ακριβώς γι' αυτό το λόγο. Αγαπούσε το φως... όπως κι εγώ.

Η Αννέτ, όπως κάθε πρωί, ετοιμάζει το πρωινό γεμίζοντας το τραπέζι με πιάτα φαγητού. Με τα βαμμένα στο χρώμα του χαλκού μαλλιά της πιασμένα σε κότσο και το μαύρο φόρεμα εργασίας της, μεταφέρει πιατέλες με τη βοήθεια της Μάρθας. Πλησιάζω το τραπέζι κι εκείνες αντιλαμβάνονται την παρουσία μου.

«Καλημέρα, Σερίνα», μου χαμογελάει η Αννέτ με τις ελαφριές της ρυτίδες να γίνονται πιο έντονες. Δουλεύει για μας ως οικιακή βοηθός από πριν γεννηθώ κι εδώ και πέντε χρόνια έχει πάρει τη θέση του Επόπτη, αφού ο προηγούμενος συνταξιοδοτήθηκε. Είναι γλυκιά και καλόκαρδη και σίγουρα έχει ασυνείδητα αναλάβει το ρόλο του μητρικού πρότυπου εδώ μέσα, κατά κάποιον τρόπο, αφότου πέθανε η μητέρα μου.

«Καλημέρα, δεσποινίς», με χαιρετάει η Μάρθα με μια μικρή υπόκλιση. Τρεις μήνες ως οικιακή βοηθός και μόνο 23 ετών. Σχεδόν θέλω να χαϊδέψω το μελαχρινό της κεφαλάκι. Δε σηκώνει τα μάτια της να με κοιτάξει. Φαντάζομαι θα έχει ακόμα την εικόνα της "κόρης του αρχηγού της Μαφίας" στο μυαλό της για μένα. Επίσης είναι πολύ αδύνατη και κάθε φορά που τη βλέπω μου βγαίνει μία παρόρμηση να θέλω να την ταΐσω. Σημείωση: να πω στην Αννέτ να την πιέσει να τρώει λίγο παραπάνω.

Χαμογελάω και στις δύο αχνά. «Καλημέρα». Τραβάω τη μεσαία καρέκλα πίσω και κάθομαι. Πάντα έχει τόσο φαγητό αυτό το τραπέζι και σχεδόν πάντα μειώνεται ελάχιστα. Ανησυχώ για το βάρος της Μάρθας, αλλά σίγουρα κι η δική μου όρεξη θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη... Εγώ βέβαια έχω να χωρέσω και στα υπέροχα φορέματα της Στέισυ και να βγαίνω να τραγουδάω μπροστά σ' ένα κοινό. Αλλά, φυσικά, δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος που δεν τρώω πολύ...

Επιθυμίες της νύχτας ♤ Στο ΣικάγοWhere stories live. Discover now