Κεφάλαιο 13

78 9 6
                                    

Σερίνα

«Φτάσαμε με την ομάδα μου σ' ένα επίπεδο όπου είχαμε όντως ένα σύνολο αξιόλογων υπηρεσιών για να σας προσφέρουμε. Κάτι που προέκυψε από όλα τα χρόνια τού κόπου και της σκληρής μας δουλειάς...», ο γοητευτικός μελαχρινός άντρας κάνει μια παύση κοιτώντας κατάματα τον πατέρα μου, πιθανόν περιμένοντας κάποια του αντίδραση. Ο πατέρας δεν αποκρίνεται όμως κι έτσι ο κύριος Κάμπελ συνεχίζει. «Επίσης θέλαμε να... αναβαθμιστούμε... Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι θα μας αποφέρει πολλά περισσότερα το να δουλεύουμε μαζί σας παρά αυτόνομα, μόνοι μας...». Στα πράσινα φωτεινά του μάτια διακρίνεται μια ιδέα πρόκλησης και αυτοπεποίθησης.

Έχει κάτι το μυστηριώδες πάνω του... Αλλά ταυτόχρονα εκπέμπει μια αίσθηση σιγουριάς και ακεραιότητας. Τα κοφτά χαρακτηριστικά του προσώπου του θα μπορούσε να πει κανείς ότι τον κάνουν να φαίνεται τρομακτικός. Εγώ όμως νομίζω πως μια ήρεμη δύναμη κρύβεται κάτω απ' τις γωνίες του σαγονιού και τα ίσια φρύδια του.

Ο κύριος Μίλλερ, απ' την άλλη, φαίνεται πιο φιλικός, πιο προσεγγίσιμος. Και λίγο γυναικάς, κρίνοντας απ' τις λοξές ματιές που μου ρίχνει κάθε λίγο...

Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω το λόγο για τον οποίο με θέλει παρούσα σ' αυτή τη συνάντηση ο πατέρας μου. Οι δύο κύριοι φαίνονται να κρατάνε καλά κλειστά τα χαρτιά τους. Όσα πτυχία ψυχολογίας κι αν έχει κανείς, αν ο ενδιαφερόμενος δεν ανοιχτεί, να σου μιλήσει, να εκφραστεί, δε θα βγάλεις κανένα συμπέρασμα.

Μετά την εξήγηση που έδωσε ο κύριος Κάμπελ, ο πατέρας μου έχει πάρει ένα ακατανόητα ευχαριστημένο χαμόγελο. Μάλλον θα βρίσκει ενδιαφέρον το θάρρος και την αυτοκυριαρχία του νεαρού άντρα. Σίγουρα θα δεχτεί να συνεργαστούν... Τέτοια άτομα ψάχνει ο πατέρας μου για τις δουλειές του. Είτε μιλάμε απλά για τη διαχείριση ενός κλαμπ είτε για την αγοραπωλησία ναρκωτικών είτε... άλλες... ακόμα πιο βρώμικες δουλειές.

Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπηλής μάχης με τα μάτια τους, επιτέλους σπάει τη σιωπή ο πατέρας. «Έξοχα!», χτυπάει τα χέρια του μεταξύ τους. Σχεδόν αναπηδάω απ' την ξαφνική του κίνηση. Το ίδιο ξαφνιάζονται και οι δύο κύριοι, οι οποίοι ανταλλάσσουν κάπως ανήσυχες ματιές.

Πριν προλάβει να ειπωθεί κάτι άλλο, έρχεται η Αννέτ με το παγωμένο τσάι μου. Την ευχαριστώ κι εκείνη φεύγει χαμογελώντας ευγενικά.

«Λοιπόν, κύριοι... Έχω τα συμβόλαιά μας στο γραφείο μου όπου μας περιμένει κι ο δικηγόρος», λέει ο πατέρας μου. Αν ήταν τόσο εύκολο... εμένα... τι με ήθελε εδώ; «Κύριε Μίλλερ... Πιστεύω εσείς είστε ο υπεύθυνος για τα γραφειοκρατικά της ομάδας σας, έτσι δεν είναι;», απευθύνεται στον... Ρέι. Εκείνος φαίνεται κάπως μπερδεμένος.

«Ε... Ναι... Εγώ είμαι...», γυρίζει και κοιτάει τον Τζέικομπ σα να προσπαθεί να τον ρωτήσει κάτι με τα μάτια.

«Τέλεια...», σηκώνεται απ' την καρέκλα ο πατέρας μου. «Τότε οι δυο μας θα πάμε μέσα να υπογράψουμε τη συμφωνία». Γυρίζει προς τον Τζέικομπ μ' ένα χαμόγελο που αστράφτει. «Εσείς απολαύστε τον καφέ σας κύριε Κάμπελ, δε θα αργήσουμε πολύ...», κάνει νόημα με το χέρι στον Ρέι να σηκωθεί, κι αυτός ακολουθεί την οδηγία του, ισιώνοντας το γκρίζο σακάκι του. «Μέχρι να επιστρέψουμε θα σας κρατήσει συντροφιά η κόρη μου...».

Τώρα βγάζουν όλα νόημα... μάλιστα. Εγώ θα κάτσω εδώ να ψαρέψω, παύλα ψυχολογήσω, τον "εγκέφαλο της συμμορίας"... Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Το κοινωνικό άγχος, σίγουρα. Και το γεγονός ότι δεν ανακατεύομαι συνήθως με ανθρώπους που δουλεύουν για τον πατέρα μου. Γκάνγκστερς, χαφιέδες και λοιπά...

Ο Τζέικομπ καρφώνει στιγμιαία τα δύσπιστα μάτια του πάνω μου κι έπειτα γυρίζει ξανά προς τον πατέρα. «Φυσικά...», σίγουρα κρύβει την αντίρρησή του πίσω απ' το λαμπερό χαμόγελο που του χαρίζει.

Ο πατέρας μού ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα σα να μου λέει Ξέρεις τι να κάνεις κι αποχωρεί απ' την αυλή μαζί με τον Ρέι. Ξέρω, όμως, τι να κάνω;...

Μια αμήχανη σιωπή απλώνεται στο τραπέζι ενώ κι οι δύο κοιτάμε οπουδήποτε αλλού εκτός από ο ένας τον άλλον. Εγώ πίνω λίγο απ' το τσάι μου κι αυτός απ' τον καφέ του. Ωραία...

Πραγματικά δε βρίσκω κάτι να πω. Το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θέλω να σηκωθώ απ' αυτήν την καρέκλα και να βγω απ' αυτή την άβολη κατάσταση. Η αμηχανία θα με σκοτώσει, διαφορετικά... Σχεδόν πετάγομαι απ' τη θέση μου, σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα, ενώ ο μελαχρινός άντρας γυρνάει να με κοιτάξει ξαφνιασμένος, αφήνοντας τον καφέ του στο τραπέζι.

«Πώς θα σου φαινόταν μια μικρή ξενάγηση στην έπαυλη;», τον ρωτάω προσπαθώντας να φανώ φιλική αλλά και επαγγελματική. Σίγουρα αποτυγχάνω παταγωδώς με το βεβιασμένο χαμόγελο που έχω πάρει... Αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς! Είμαι μόνη μου μ' έναν εντελώς ξένο άνθρωπο και μάλιστα... της νύχτας! Και πρέπει και να τον προσεγγίσω κάπως!... Για να μάθω... ένας Θεός ξέρει τι θέλει να μάθω ή να παρατηρήσω ο πατέρας μου...!

Το βλέμμα τού... ξένου... εξακολουθεί να είναι κάπως μπερδεμένο. Παρ' όλα αυτά, σηκώνεται και στρώνει το μπλε σκούρο σακάκι και τη δαμασκηνί γραβάτα του. «Γιατί όχι;», συμφωνεί με την πρότασή μου ανταποδίδοντάς μου ένα σχεδόν αυτάρεσκο μειδίαμα...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~Αχ ανυπομονώ απίστευτα να περάσουν λίγο χρόνο μόνα τους τα πιτσουνακια μας! 🤭❤ Μείνετε συντονισμένοι γιατί έρχονται ωραία πράγματα...😏~~

Επιθυμίες της νύχτας ♤ Στο ΣικάγοUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum