Κεφαλαιο 10

110 11 2
                                    

Μετα την νίκη των λαών της χερσονήσου, στους δύο βαλκανικούς πολέμους που ακολούθησαν οι Οθωμανοί έχουν ουσιαστικά εκδιωχθεί από την Ευρωπη. Αυτό που τους απέμενε ήταν να λάβουν "προληπτικά μέτρα" για την επιβίωση του κράτους τους Η στάση της διαμελισμενης αυτοκρατορίας, προς τις μειονότητες, αλλάζει.

Κατόπιν εντολής του κοινοβουλίου κλείνουν σχολεία, εκκλησίες, νοσοκομεία και αναστέλλονται οι άδειες άσκησης επαγγέλματος των μη μουσουλμανων εργαζομενων. Γιατροί, δικηγόροι, δάσκαλοι, κάτοικοι από όλη την χώρα, αναγκάζονται να πουλήσουν όλα τους τα υπάρχοντα για να μπορέσουν να καταφύγουν στο εξωτερικό. Άλλοι πάλι μένουν και υπομένουν τα όσα συμβαίνουν.

Ήταν μεσημέρι. Τα παιδιά βρίσκονταν στο σχολείο. Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου ακουγόταν μόνο την φωνούλα του μικρού Νικόλα που προσπαθούσε να διαβάσει. Καθόταν στην αγκαλιά της αδερφής του, που κρατούσε για εκείνον ένα βαρύ βιβλίο. Στο διπλανό στασίδι, πάντα δίπλα τους ο Στέφανος.

<<Μπράβο Νικολαε>> αναφώνησε ο πατήρ Ιακωβος. <<Αν συνεχισεις να διαβαζεις θα φτασεις την αδερφη σου>>. <<Την αδερφη δεν θα την φτασει ποτε κανεις>> ειπε ο Στεφανος κανοντας την Δαναη να κοκκινισει για ακομα μια φορα.
-Νικος αντε Νικολακης, πεταχτηκε ο μικρος. Και εσυ σταματα να κανεις την αδερφη μου να κοκκινιζει! ειπε γυριζοντας προς τον Στεφανο. Ή νομιζεις πως δεν ξερω για τα σημειωματακια που τα αρωματιζεις και τα κρυβει κατω απο το κρεβατι της;
-Τι ειναι αυτα που λεει το παιδι; Ρωτησε ο πατερ.
-Απο μικρο και απο τρελο μαθαινεις την αληθεια, ειπε προσπαθοντας να μην γελασει ο Στεφανος.
-Ν-νονε μ-μην πεις τιποτα στον πατερα, παρακαλεσε φοβισμενα η Δαναη.
-Τι φοβασαι Δαναη; Μεγαλοι ειμαστε. Και δεν κανουμε κατι κακο;
-Δεν ξερω θες να ρωτησουμε τον μπαμπα;
-Όταν θα έρθω να σε ζητήσω φυσικά.

Έμειναν όλοι με το στόμα ανοιχτό . Εξεπλαγησαν. Η καρδιά της Δανάης φτερουγιζε από χαρά. Προσπαθούσε να μην το δείξει. Περίμενε μέχρι να δεχτούν και οι δικοί της.

-Ναι, θα κάνουμε λίγη υπομονή ακόμα και μετά θα έρθω να σε ζητήσω, είπε περήφανα.
-Γιούπι! Πετάχτηκε ο Νικολακης. Τελείωσε το μάθημα; να παμε σπίτι; είπε και όλοι γέλασαν.
-Αρκετά για σήμερα μπορείτε να γυρίσετε...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση και η πόρτα της εκκλησιάς άνοιξε απότομα, χτυπώντας στους τοίχους και προκαλώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο που τρομαξε τα αδέρφια. Τέσσερες χωροφύλακες εισέβαλαν με την βία στον ιερο χωρο του ναού. Δύο από εκείνους συνέλαβαν τον πατερα Ιάκωβο, που σαν αμνος που βάδιζε στην σφαγή δεν αντιστάθηκε.
-Αφήστε τον αμέσως! Δεν πείραξε κανέναν! Φώναξε ο Στέφανος και στάθηκε στην πορτα. Εκείνοι απλά τον αγνόησαν και τον έσπρωξαν με αποτέλεσμα να πέσει. Γύρισε το βλέμμα του στην Δανάη που κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της τον μικρό Νίκο και του σιγοτραγουδούσε για να τον ηρεμήσει.

Οι στρατιώτες έριξαν τα βλέμματα τους στην νεαρή Δανάη. Εκείνη προσπαθούσε να μην τους δώσει σημασία. Ο ένας την πλησίασε και απλωσε το χερι του για να την τραβηξει. Εκείνη προσπαθησε να το απομακρυνει αλλα ματαια. Την έκανε να αφήσει το παιδί και σχεδόν την έσυρε προς το μέρος του άλλου.
-Ας πάρουμε και μια μαθήτρια να μας δείξει τι μαθαίνει, είπε στην γλωσσα του γελώντας.

Τον αναγνώρισε αμέσως! Και ας είχε χρόνια να τον δει.
-Πάρε τα βρωμοχερα σου από πάνω μου, Μετιν.
-Ώστε με θυμάσαι ακόμα, είπε γελώντας.
-Μετιν άφησε την, τον διέκοψε ο άλλος. Για δουλειά ήρθαμε, τελειώσαμε.
-Μάλιστα και...συγνωμη δεσποινίς, έκανε ειρωνικά και την άφησε και εκείνη έτρεξε κοντά στον αδερφό της.

Στο άκουσμα αυτής της έκφρασης πάγωσε. Σαν κάτι να του θύμισε από παλιά. Μήπως ήταν...
<<Δαναη;>>ρώτησε έκπληκτος
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε. Δεν τον αναγνώρισε. Προσπάθησε να την πλησιάσει αλλά τον σταμάτησε ο Στέφανος.
<<Πρέπει να φυγετε>>τους διέταξε. <<Η εκκλησία και το σχολείο κλείνουν>> συμπλήρωσε στα τουρκικά.
-Μ-μα γιατι; ρώτησε ο μικρούλης στεναχωρεμενα.
-Διαταγές του κράτους απάντησε ο Μετιν. Εξαφανιστειτε μην κλείσουμε και εσάς μέσα.

Η Δανάη πήρε αγκαλιά τον μικρό και κοίταξε τον Στέφανο. Εκείνος με την σειρά του της έκανε νόημα να βγουν έξω.

-Άντε Αλη, έχουμε και δουλειές δεν θα μείνεις όλη μέρα εδώ, είπε ο Μετιν βγαίνοντας από τον ναό, και ύστερα ακολούθησε και εκείνος.

Εκεινο το βράδυ είχε σκοπιά. Συνήθως δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Αυτή την φορα όμως ήταν αλλιώς. Ξανασυνάντησε μετά από χρόνια την παιδική του φίλη. Αν όμως δεν ήταν εκεινη; αν ήταν δεν θα τον θυμόταν;

Οι απορίες τον βασανιζαν, και παράλληλα τον έκαναν να χαίρεται που την ξαναβρήκε. Είχε χαθεί στις συσκέψεις του. Μέχρι που τον ξύπνησε ο συναγερμός...



Νεο κεφάλαιο! Δεν ξέρω γιατί έχω έμπνευση στις τρεις τα ξημερώματα😂ελπίζω να σας αρεσε γιατί θα κάνω καιρό να ξαναγράψω😅, συγνωμη υποχρεώσεις. Θα προσπαθήσω τώρα στην αρχη να γράψω άλλο ένα.

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε κάποιο σχόλιο ή κάποια ιδέα. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει💕

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now