κεφάλαιο 27

47 3 0
                                    

Τα μαύρα της μάτια δεν έπαυσαν να δακρύζουν. Αυτό ήταν. Λίγους μήνες μετά θα γινόταν κυρία Νικολαΐδη. Η απόφαση είχε παρθεί όταν ήταν παιδί και δεν άλλαζε. Πίσω από την πόρτα ο Κωνσταντής έψαχνε αφορμή να της μιλήσει. Το κοριτσάκι του όμως δεν θα περνούσε εκείνη την πόρτα απόψε. Η Μαγδαληνή από την άλλη του υπενθύμιζε ευθύνη που έφερε. Εκείνος το αποφάσισε, οι επιλογές του θα την συντρόφευαν για την υπόλοιπη ζωή της. Μήπως του άλλαζε γνώμη...

Στεκόταν στο παράθυρο. Τα κόκκινα μάτια της βρέθηκαν στον ουρανό. Στα αμέτρητα φώτα του που μπερδεύονταν με τις σκέψεις της. Κάτω, στην γη, οι τελευταίες άμαξες διατάραζαν την ηρεμία της γειτονιάς του Αγίου Δημητρίου. Και ύστερα...σιωπή. Τα τελευταία φώτα έσβηναν. Έσβησε το κερί και ξάπλωσε. Μήπως την έπαιρνε ο ύπνος;

   Χαρούμενα τραγούδια έπαυσαν την σιωπή της νύχτας ξυπνώντας την. Ερωτευμένα λόγια έβγαιναν από το στόμα κάποιου τούρκου που τραγουδούσε για κάποια που προσφωνούσε " kızım " (κορίτσι μου). Οι γείτονες γελούσαν, γιούχαραν ή εδιωχναν τον "μεθυσμένο" όπως νόμιζαν νεαρό. Εκείνος συνέχισε τον δρόμο του ως που σταμάτησε μπροστά στο παράθυρο της. Μην αντέχοντας τον θόρυβο και τις...παραφωνίες του βγηκε στο παράθυρο. Χωροφύλακας ήταν. Αυτοί συνήθιζαν να πίνουν. Κάποια στιγμή θα έφευγε. Έμενε σταθερός εκεί. Αποφάσισε να μην δώσει σημασία.

   Εκείνος περίμενε λίγο εκεί, σαν να σκεφτόταν αν θα έπρεπε να συνεχίσει. Έριξε μια τελευταία μάτια γύρω του και ύστερα πάτησε στον τοίχο και προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο. Άναψε γρήγορα το κερί της και το πλησίασε κοντά.
-Αλή; τι κάνεις εδω τέτοια ώρα; άνοιξε.
-Πρέπει να σου μιλήσω είναι ανάγκη! Προσπάθησε να μπει μέσα.
-Φύγε...Φύγε θα φωνάξω τον πατέρα μου! προσπάθησε να φωνάξει. Της κάλυψε με το χέρι του το στόμα.
-Άκουσε με πρώτα και μετά θα φύγω από μόνος, ορκίζομαι. Και την άφησε.
-Ακούω...Αν και πλέον δεν ξέρω αν μπορώ να πιστέψω.
-Θα σου τα πω όλα, αυτή την φορά την αλήθεια. Άκουσε με...έβγαλε το φέσι του και ανακάτεψε τα κάστανα του μαλλιά. Όταν αρραβωνιάστηκες με τον Νικολαΐδη, ο πατέρας μου έφερε γυναίκα στο σπίτι...
-Όλες οι γιορτές μαζεμένες έπεσαν...ειρωνεύτηκε.
- Δεν ήταν γιορτή, η Μελέκ έφτασε στο σπίτι σε άθλια κατάσταση. Σαν να την χτύπησαν, σαν νύφη δεν έμοιαζε. Προσπάθησα να την βοηθήσω να ξεφύγει μα δεν τα κατάφερα.
-Και αυτό Τι σχέση έχει με εμάς; Με όσα μου είπες για εσένα;
-Ο πατέρας μου, συνέχισε, όταν κατάλαβε τι σχεδιάζαμε μόνο που δεν με έδιωξε από το σπίτι, για αυθάδεια όπως είπε. Με δυσκολία με γλύτωσε η μάνα μου. Ίσως πίστεψε πως δεν θα τα παρατούσα. Με την πρώτη ευκαιρία με έστειλε σε συγγενείς στην Πόλη. Η μητέρα μου έχει έναν ξάδερφό με γνωστούς σε υψηλές θέσεις εκεί και μπορούσε, όπως είπε, να με φέρει στον "σωστό δρόμο". Με έστειλαν αμέσως εκεί, σε αυτόν, όπου και τελείωσα το σχολείο. Μετά, κυρίως χάρη στις γνωριμίες του, φοίτησα στις στρατιωτικές σχολές της Ισταμπούλ.
-Όπου και να βρέθηκες, γιατί δεν μου είπες την αλήθεια; Τι ήθελες να κρύψεις;
- Δεν μπορούσα να επιλέξω, και όταν μου είπες για τα σχέδια σου...
  
   Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια. Τα πρώτερα δάκρυα είχαν εξαφανιστεί.
-Πλέον δεν έχει σημασία, όλα τελείωσαν.  Το καλοκαίρι παντρεύομαι.
Ο Αλή το προσπέρασε.
-Όταν γύρισα, πριν λίγους μήνες, όλα είχαν αλλάξει. Σαν κάποιος να τα έσβησε. Ο πατέρας μου μεσολάβησε για να επιστρέψω και μάλιστα δέχτηκε με περηφάνεια πίσω τον "γιό" του. Η μητέρα μου έκλαψε από χαρά. Η φίλη μου...είχε μια κόρη έξι ετών.
-Η Ναζλι είναι...
Ο Αλή έγνεψε καταφατικά.
-Ναι...Δεν είναι παιδί της μητέρας μου. Περίμενε να γυρίσω για να την παντρευτεί, να είναι η "οικογένεια" μαζεμένη. Να δω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα πλέον.
-Και η μητέρα σου;
-Μπορούσε να πει και όχι; Ίσως αν δεν ήμουν εγώ να την έδιωχνε και εκείνη. Την λυπάμαι. Πιο πολύ Όμως λυπάμαι την Μελέκ. Αυτή τα περνάει όλα και δεν πείραξε κανέναν.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now