κεφαλαιο 11

113 9 2
                                    

...Εκεινο το βράδυ είχε σκοπιά. Συνήθως δυσκολευόταν να μείνει ξύπνιος. Αυτή την φορα όμως ήταν αλλιώς. Ξανασυνάντησε μετά από χρόνια την παιδική του φίλη. Αν όμως δεν ήταν εκεινη; αν ήταν δεν θα τον θυμόταν;

Οι απορίες τον βασανιζαν, και παράλληλα τον έκαναν να χαίρεται που την ξαναβρήκε. Είχε χαθεί στις συσκέψεις του. Μέχρι που τον ξύπνησε ο συναγερμός. Ο απότομος ήχος τρομαξε τον νεαρό στρατιώτη. Παρέμεινε στην θέση του περιμένοντας διαταγές και βλέποντας τους συναδέλφους του να βγαίνουν τρέχοντας από το κτήριο.

-Τι κάθεσαι Σεφέρογλου; Τσακίσου να βρεις τους κρατουμενους! Ακούστηκε η βροντερή φωνή του ανώτερου του καθώς έβγαινε από το κτήριο.
-Οι κρατούμενοι βρίσκονται στα κελιά, κύριε λοχαγε! Απάντησε όλο περηφάνεια στην γλώσσα του.
-Και ο συναγερμός που χτυπησε; Οι στρατιώτες που βγήκαν τρέχοντας; Για να γελάσουμε τους εστειλα;

Ο αξιωματικός σταμάτησε. Παρατήρησε στο βάθος του δρόμου έναν νεαρό που προσπαθούσε να ξεφύγει. <<τι τον κοιτας; να ξεφυγει;>> συμπλήρωσε κάνοντας νόημα σε άλλους δύο για να τον ακολουθήσουν.

Ο νέος άρχισε να τρέχει προσπαθώντας να χαθεί μέσα στο σκοτάδι, από τους καταδιωκτες του. Μάταια όμως. Σταμάτησε για λίγο. Νόμισε πως τον έχασαν μέσα στα ήσυχα σοκάκια της κοιμισμένης πόλης. Κάθησε και ακούμπησε το κεφαλι του στον τοιχο προσπαθώντας να ηρεμισει. Έβγαλε το παγουρι του και ήπιε νερό. Μια σφαίρα τον βρήκε στο χέρι ρίχνοντας το δοχείο με το νερο. Με όση δύναμη του είχε απομείνει σηκώθηκε και συνέχισε να τρέχει. Ήξερε πως δεν θα άντεχε άλλο. Περίμενε να τον χάσουν. Χτύπησε την πόρτα του πρώτου σπιτιού που βρέθηκε στο δρόμο του και άρχισε να χτυπάει απεγνωσμένα την πόρτα.
-Στεφανε; τι κάνεις έξω τέτοια ώρα; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του ο άντρας.
-Αφήστε με να μπω, κύριε Κωνσταντή, και θα τα πω όλα, τον παρακάλεσε κρατώντας το χερι του από τον πόνο. Παρατήρησε το τραυματισμένο του χερι και τον τράβηξε μέσα. Τον βοήθησε να καθησει. Προσπάθησε να βγάλει τα θραύσματα από την σφαίρα που είχαν μείνει στο χέρι του. Πιεζοταν να μην φωνάξει από τον πόνο. Καθάρισε την πληγή του και την έραψε.
-Ποιος σου το έκανε αυτο;
-Οι στρατιώτες, ελευθερωσαμε τους κρατούμενους. Έμεινε να τον κοιτάει με το στόμα ανοιχτό.
-Είναι άδικο, κυριε Κωνσταντή. Φυλακίστηκαν για κάτι που δεν έκαναν.
-Τώρα κινδυνεύετε και εσείς. Αν σας πιάσουν πάτε όλοι κρεμάλα.
Η πόρτα χτύπησε διακόπτοντας τους.
-Κρυψου μεσα, είπε σιγα δείχνοντας του προς τον διάδρομο. Εκείνος σηκώθηκε και έτρεξε προς εκείνη την κατεύθυνση.

Σταμάτησε έξω από την μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου της Δανάης. Έμεινε να την κοιτάζει να διαβάζει ένα βιβλίο. Χαμογέλασε. Εκείνη ενιωσε πως κάποιος την παρακολουθούσε. Έκρυψε το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι, σκεπαστηκε γρήγορα και αλλαξε πλευρό δείχνοντας πως κοιμόταν. Τον άκουσε να γελάει. Γύρισε και γέλασε και εκείνη κάνοντας του νόημα να μπει στο δωματιο. Με προσεκτικές κινήσεις έκλεισε την πόρτα.
-Τι κάνεις εσύ εδώ; Αν σε πιάσει...
-Το ξέρει πως ειμαι εδώ, την καθησύχασε.

Ακούστηκαν τα βαριά βήματα από τις μπότες των στρατιωτών που πλησίαζαν προς τον διάδρομο. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το πουκάμισο του και το πέταξε κάτω.
- Τι κανεις; ρώτησε κοκκινιζοντας.
- Δεν πρέπει να δουν πως μόλις ήρθα, απάντησε και γρήγορα ξάπλωσε δίπλα της. Σκεπαστηκε γρήγορα και έκρυψε το τραυματισμένο χερι κάτω από την κουβέρτα.
-Τωρα; ρώτησε τρομαγμενη.
- Δεν έχουμε άλλη επιλογή.

Η πορτα ανοιξε αποτομα. Την φίλησε παθιασμένα. Δεν το είχε ξανακάνει. Προσπάθησε να μην δείξει το ότι φοβηθηκε.
-Αγάπη μου, είπε σιγα κάνοντας νόημα για να του δείξει πως κάποιος ήρθε. Εκείνος κοίταξε τους στρατιώτες. Θυμήθηκε τον Αλη. Του εριξε μια επιδεικτική ματιά, γύρισε προς την Δανάη και ξεκίνησε να την φιλάει παθιασμένα στον λαιμό.
-Στέφανε σταματά, μας κοιτάνε, τραυλισε προσπαθώντας να κρύψει τα δακρυα της.

Οι στρατιώτες έφυγαν γελώντας. Μαζί τους γελούσε και ο Αλη. Μόνο που εκείνος το έκανε για να κρύψει την στεναχώρια του. Τρελαινόταν στην σκέψη του τι μπορεί να συνέβαινε πριν φτάσουν. Από την μέρα που την ξανασυναντησε δεν μπορούσε να την ξεχάσει.

Η Δανάη σκεπαστηκε καλυτερα. Ο Στέφανος ντύθηκε και την πλησίασε για ακόμα ένα φιλί. Τον χαστουκισε δυνατα.
-Γιατί το έκανες αυτο; ρώτησε εκπληκτος.
-Γιατί σου ζήτησα να σταματήσεις, και εσυ συνεχισες! Γιατι;

Η πόρτα άνοιξε ξανά. Η Δανάη έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα της.
-Εγώ να πηγαίνω μην σας ενοχλώ καληνύχτα σας, είπε ο Στέφανος γρήγορα και έφυγε.

-Είστε καλα; ρώτησε με ανησυχία.
Κούνησε καταφατικά το κεφαλι της και τον αγκάλιασε σφιχτά.
-Μπαμπά μου, είπε κλαίγοντας.
-Τι έγινε κοριτσάκι μου; Σας πειραξαν;
Κούνησε αρνητικά το κεφαλι της
-Καλά είμαστε...φοβάμαι...μην μας ξαναφησεις, τρατλισε φοβισμένη και κρύφτηκε στην αγκαλιά του.

Νέο κεφάλαιο! Ξέρω είπα πως θα αργήσω να ξανανεβασω😅.

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε κάποιο σχόλιο ή κάποια ιδέα. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει. Τα λεμε💕

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now