κεφαλαιο 12

104 9 0
                                    

Γύρισε στο κτήριο της χωροφυλακής. Ενημέρωσε πως δεν βρήκε κανέναν. Ο ανώτερος του εξοργίστηκε.
-Αχρηστο πλάσμα! Πώς τον αφησες να σου ξεφύγει! Επαναλάμβανε συνεχώς. Εκείνος δεν απαντούσε. Είχε μάθει να μην δίνει σημασία στις προσβολές. Έκανε υπομονή. Κάποια στιγμή θα ερχόταν και η ώρα του να ανέβει και εκείνος.

Πάντα στόχευε ψηλά. Ακόμα και αν δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να γίνει γιατρός, προσπαθούσε για το καλύτερο. Ισως να ήταν αυτός ο προορισμός του. Ισως να έπρεπε να ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του. Μπορεί οι περιστάσεις, όπως το δικαιολογούσε, να μην ήταν κατάλληλες όμως η ζωή συνεχίζεται, και μαζί της και εκείνος.

-Εξαφανισου από μπροστά μου, γυρνά σπίτι σου, κανε ότι θες μόνο μην σε ξαναδω! Φώναξε άγρια
-Μάλιστα! Απάντησε κάνοντας προσοχή, και έφυγε από το γραφείο.

Περπατούσε στα ήσυχα δρομάκια της πόλης. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά κοιτώντας τον ουρανό. Ηρέμησε βλέποντας τα εκατομμύρια φωτάκια που έλαμπαν και φώτιζαν τα σκοτάδια του. Τι περίεργο; Πριν από λίγο κυνηγούσε και τραυμάτισε κάποιον που απελευθέρωσε κρατούμενους, και την άλλη στον ίδιο δρόμο περπατούσε σαν να μην συνέβη τίποτα. Δεν κατάλαβε πως έφτασε στο σπίτι του. Με σιγανες κινήσεις άνοιξε την πόρτα. Μπήκε μέσα και περπάτησε στις μύτες των ποδιών του κάπου να φτάσει στο δωματιο του. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αποκοιμήθηκε.

Στρυφογυριζε στον ύπνο του. Έβλεπε εφιάλτη. Την Δανάη στην αγκαλιά εκείνου ακριβώς όπως τους ειδε. Εκείνου που την άγγιζε. Του το επέτρεπε, τον ήθελε και εκείνη.

Πετάχτηκε. Ανάσαινε γρήγορα από τον φόβο. Πήρε μια βαριά ανάσα και ξάπλωσε. Τα μάτια του δάκρυσαν. Γύρισε το κεφαλι του στο μαξιλάρι και έκλαψε με λυγμούς. Δεν κρυβόταν από τον εαυτό του. Πονούσε. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Έκλεισε τα δακρυσμένα του μάτια έκλειναν και χωρίς να το καταλάβει αποκοιμήθηκε.

-Αλη ξύπνα! Ξύπνα! Ακούστηκε η φωνούλα ενός μικρού κοριτσιού.
-Δανάη! Αναφώνησε απότομα και σηκώθηκε. Το κοριτσάκι γέλασε.

Ξαναξαπλωσε στο κρεβάτι, σκεπαστηκε με την κουβέρτα του και γύρισε να κοιτάει τον τοιχο. Το κοριτσάκι δεν πτοήθηκε. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να στριμωχθει στην πλευρά του τοίχου.
-Σήκω υπναρα, είπε γελώντας.
- Ναζ ήταν μια πολύ δύσκολη νύχτα και δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου, απάντησε νυσταγμένα.
-Μα είχες υποσχεθεί πως σήμερα θα παιζαμε, είπε όλο παράπονο, έλα αδερφούλη, συμπλήρωσε κοιτώντας τον στα μάτια. Εκείνος γέλασε. Σήκωσε την κουβέρτα του και έκανε χώρο και για εκείνη. Μπήκε μέσα στο κενό και βολεύτηκε.
-Υπόσχομαι να παίξουμε το απόγευμα. Τώρα θέλω να κοιμηθώ.
Κούνησε καταφατικά το κεφαλι της και χαμογέλασε.
-Αλη; Ποια είναι η Νανάη που ειπες;
-Μια φίλη μου από παλιά, είπε και χάιδεψε τα μαλλια της.
-Είναι το κορίτσι σου; ρώτησε κάνοντας τον να γελάσει.
-θα με αφήσεις να κοιμηθώ λίγο ακόμα, είπε και εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Σκεπαστηκε και έκλεισε τα μάτια της κάνοντας πως κοιμαται.

Δεν πέρασε λίγη ώρα. Η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Η γυναικεία μορφή πλησίασε τον Αλη. Εκείνος μισοανοιξε τα μάτια του
- Δεν θα με αφήσετε να κοιμηθώ σήμερα, είπε και σηκώθηκε.
Εκείνη δεν ανταποκρίθηκε, τον τράβηξε από το χέρι και τον έβγαλε από το δωματιο.
-Σου είπα να μείνεις μακρυά και από αυτή και από την κόρη της!
-Αδερφή μου είναι! Δεν έκανα τίποτα.
-Αδερφή σου θα ήταν αν το είχα γεννήσει εγώ. Τώρα είναι παιδί αυτης, συμπλήρωσε κάνοντας τον να θυμώσει.
-Όταν σου ζήτησα βοήθεια για να την φυγαδεύσω δεν έδωσες σημασία, τώρα η Ναζλί είναι αδερφή μου, σου αρεσει δεν σου αρεσει. Και μην με ξαναενοχλησεις πρωί πρωί για τον ίδιο λόγο! Όλο το βράδυ έτρεχα και δεν είμαι καλά, πρόσθεσε και γύρισε στο δωματιο.

Η Αζιζε δάκρυσε. Πλησίασε την πόρτα και κοιτούσε τον Αλη να παίζει με την μικρή. Γύρισε να φύγει και είδε την πόρτα του δωματίου της άλλης γυναίκας να ανοίγει και από μέσα να βγαίνει ο Μεχμέτ. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Κανεις δεν μίλησε. Προσπάθησε να κρατήσει τα δακρυα της και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Δεν της έδωσε σημασία. Έφυγε και εκείνος. Γύρισε στο δωματιο της και έκλεισε την πόρτα.

  Τα παιδια συνέχισαν να παίζουν.
-Αλη; είπε σταματώντας το παιχνίδι η μικρή Ναζλί. Δεν ήθελες να παίξεις γιατί εισουν κουρασμένος ή γιατί δεν με θελεις;
-Τι εννοεις; ρώτησε.
- Να, επειδή δεν έχουμε την ίδια μαμά. Και η μαμα σου δεν συμπαθεί την μαμα μου, πρόσθεσε ψιθυριστά.
Δεν ήθελε να συνεχίσει την συζήτηση. Την πήρε στην αγκαλιά του και άρχισε να την γαργαλάει. Το κοριτσάκι γελούσε.
- Σε ρώτησα κάτι, έκανε γελώντας.
-Αφού σου είπα, είχα δουλειά, είπε και σταμάτησε. Εμείς είμαστε αδερφάκια,
-Ναι αλλά δεν έχουμε την ίδια μαμά.
-Ναι αλλά έχουμε τον ίδιο μπαμπά. Είμαστε αδερφάκια. Οι μαμάδες ας λένε ότι θέλουν. Εμείς πρέπει να είμαστε αγαπημένα, συμπλήρωσε και εκείνη απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφαλι.
-Θες να βγούμε σήμερα να παίξουμε; ρώτησε θέλοντας να αλλάξει το θέμα.
Η μικρή Ναζλί χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά.





Νέο κεφάλαιο! Πιθανόν να σας κούρασε, αλλά έπρεπε να το κάνω, είχα  παραβλέψει για λίγο τον χαρακτήρα του Αλη. Από εδώ και στο εξής θα είναι πιο ενεργός ο ρόλος του.

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε μια γνώμη ή κάποια ιδέα στα σχόλια. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει❤



Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWo Geschichten leben. Entdecke jetzt