Κεφάλαιο 23

78 4 11
                                    

Απίστευτο πόσα πρόσωπα μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος. Την μια στιγμή θέλει να βοηθήσει, να προσφέρει. Την άλλη βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τον Εφιάλτη, τον προδότη, αυτόν που δεν ενδιαφέρεται πάρα για εκείνον και μόνο. Εκείνον που για να πετύχει κάτι δεν θα διστάσει να καταστρέψει τα εμπόδια που θα βρεθούν στον δρόμο του. Όσους βρεθούν.

  Στο υπνοδωμάτιο οι δύο νέοι βρίσκονταν μόνοι. Επικρατούσε σιγή μέσα σε αυτό. Φοβος και μίσος. Πόνος και οργή. Απόλυτη ησυχία.

  Μιλιά δεν έβγαινε από τα χείλη του Στέφανου. Πλέον δεν βρισκόταν σπίτι του, στην ασφάλεια του. Βρέθηκε πάλι εκεί. Στο σκοτεινό κελί του. Με τσακισμένα τα πλευρά και την ψυχή έτοιμη να ελευθερωθεί. Και τότε να μπαίνει εκείνος. Να τον χλευάζει, να του επιτειθεται και τελικά να τον απειλεί. Να τον απειλεί με την φίλη του. Και τώρα να βρίσκεται δίπλα του παριστάνοντας τον φίλο. Ώσπου να κλείσουν οι πόρτες. Όταν έκλεισαν οι πόρτες ο γιατρός έγινε πάλι ο διώκτης του.
-Π...πως ειπες; ρώτησε τρομαγμένος.
-Ας μην κρυβόμαστε άλλο, γέλασε ο Αλή.

  Ασυνείδητα τον μιμήθηκε αδύναμα. Σιγά σιγά ένταση του δυνάμωνε, ολοένα και περισσότερο.  Ο Αλη παραξενεύτηκε. Υπέθεσε πως τρελάθηκε. Ισως και να τρελάθηκε.
-Και γιά πες μου, ειπε προσπαθώντας να συγκρατηθεί, τουλάχιστον κανένα παράσιμο πήρες για εμένα; Κανενα αξίωμα; Να ξέρω αν αξίζει που είμαι έτσι.
-Δεν άξιζες τίποτα. Και μόνο, όμως,  που σε βλέπω ετοιμοθάνατο μου φτάνει, απάντησε και ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
 
  Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε το μαξιλάρι του και τον πίεσε δυνατά στο πρόσωπο, προσπαθώντας να τον πνίξει. Θα τον σκότωνε. Θα τον έβγαζε από την μέση.  Προσπαθούσε να τον σπρώξει. Δεν τον άφηνε. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα, κάπως να απελευθερωθεί πριν να είναι αργά. 

  Με όση δύναμη του απέμενε, τον έσπρωξε ρίχνοντας τον κάτω. Χωρίς να χάσει χρόνο, ορμιξε πάνω του και τον χτύπησε με μίσος. Όσα πέρασε στα χέρια του τόσο καιρό, όλα θα τα πλήρωνε τώρα.

  Ανίκανος να τον συγκρατήσει, ο Αλή προσπάθησε να φωνάξει για βοήθεια. Δεν έλαβε απάντηση. Έκανε να ξεφύγει από τα χέρια του. Τον απομάκρυνε από πάνω του και έτρεξε στην Δανάη.
-Τρέχα πάνω, φώναξε τρομαγμένος και καθάρισε το αίμα που έτρεχε από μια πληγή στο πρόσωπο του, ο φίλος σου δεν είναι καλά!

  Έτρεξε στο δωμάτιο και είδε τον αδύναμο Στέφανο πεσμένο, να προσπαθεί να σηκωθεί. Γονάτισε δίπλα του και τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Ακόμα πονούσε, μα δεν τον ενδιέφερε πλέον.
-Αυτός είναι! Φώναζε. Δεν είναι αυτός που νομίζεις!
-Δεν θα σε πειράξει κανείς, είμαστε εμείς εδώ ψιθύρισε προσπαθώντας να τον καθησυχάσει.
-Διώξε τον! Δεν θέλω να τον βλέπω, πρόσθεσε αδύναμα.
Ο Αλή έμεινε να τον κοιτάζει. Έχασε το χρώμα του, σχεδόν άσπρισε.
-Α...από την πίεση θα είναι...δικαιολογήθηκε, ίσως να ήταν καλύτερα να...
-Αλή πήγαινε έξω, πρόσταξε η Δανάη και εκείνος υπάκουσε.

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now