κεφαλαιο 22

93 5 10
                                    

Την επόμενη μέρα, χωρίς να πει πολλά στους δικούς της, ετοιμάστηκε και χωρίς να την πάρει κανένα μάτι επισκέφτηκε τον τουρκομαχαλά. Έπρεπε να του ζητήσει συγνώμη για όσα του είπε και για το χαστούκι - αυτό μπορεί και οχι-.

  Σκαρφάλωσε τα κάγκελα της πίσω αυλής και χτύπησε το παράθυρο του. Της άνοιξε γρήγορα και την βοήθησε να ανέβει.
-Τι κάνεις εδώ; ρώτησε τρομαγμένος, αν σε δουν;
-Δεν χάρηκες που με είδες; και τον κοίταξε παραπονεμένη.
-Πολυ χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά δεν θελω να γίνεις στόχος. Ξέρεις πως έχουν τα πράγματα.

Στις τελευταίες λέξεις δεν έδωσε σημασία. Είχε χαθεί καθώς επεξεργαζόταν τον χώρο. Τα έπιπλα, τους τοίχους, τα πάντα. Την προσοχή της τράβηξε η γαλάζια στολή, με το κόκκινο φέσι. Πλησίασε διστακτικά και κράτησε το ύφασμα. Σαν καινούρια ήταν.
-Α...Αυτο είναι...δικο σου; είπε και τον κοίταξε.
-Α...Αυτό είναι...του πατέρα μου, απάντησε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί. Δεν πρόλαβε να το φορέσει και...ήταν κρίμα και...
-Σου άρεσε και είπες να το κρατήσεις εσύ, συμπλήρωσε και χαμογέλασε. Και εμείς κρατήσαμε τα πράγματα του πατέρα από την Μακεδονία, αλλά δεν μας αφήνει να τα πειράξουμε. Μόνο το όπλο άφησε έξω, αχρείαστο να ειναι. Ελπίζω να μην κρύβεις και εσύ κάποιο, είπε κάνοντας τον να γελάσει.
-Όχι, το όπλο δεν θα το έφερνα εδώ.

  Τα μάτια της κοίταξαν το πάτωμα. Όχι για να παρατηρήσει τα μοτίβα στο χαλί. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν και το χαμόγελο της έσβησε.
-Πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη για χτες. Δεν φταις εσυ...
-Δεν είχες και αδικο. Παραφέρθηκα και εγώ. Αλλά καλά θα κάνεις να τους δείξεις και εσύ λίγη εμπιστοσύνη. Έξι χρόνια είδες να συμβαίνει κάτι κακό σε κάποιον;
-Για να τους εμπιστεύεσαι εσύ μπορεί κάτι παραπάνω να ξέρεις. Αλλά δεν έχουν συμβεί και λίγα...
- Και δεν θα γίνουν άλλα. Το υποσχομαι, απάντησε, την έκλεισε στην αγκαλιά του και την φίλησε στο μάγουλο κάνοντας την να νιώσει καλύτερα.
-Είχες δώσει και άλλη μια υπόσχεση χτες. Δεν βλέπω όμως να την θυμήθηκες, είπε και γέλασε.
-Για σήμερα είπαμε.
-Μήπως...καλύτερα να έρθω άλλη μέρα;
-Καλά...Αφού δεν σε πειράζει θα πάω μόνη, και απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του. Αν όμως με πλησιάσει; Τι σημασία θα έχει; Αφού κάνεις δεν θα μας πει τίποτα, έκανε αδιάφορα.
- Και θα τον αφήσεις; ρωτησε φανερα ενοχλημένος.
-Αν είναι και κάποιος άλλος μπροστά δεν θα κάνει κάτι, πρόσθεσε και γύρισε να τον κοιτάξει. Θα τον αφήσεις;

  Η τελευταία της ερώτηση τον πείραξε ακόμα περισσότερο. Δεν θα την άφηνε μόνη μαζί του. Δεν σκέφτηκε τον τραυματισμένο Στέφανο που δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Θα πήγαινε! Άλλωστε, σκέφτηκε, υπό το αδύναμο φως των κελιών δεν μπορούσε να τον θυμάται. Ετοιμάστηκε γρήγορα και την ακολούθησε ως το σπίτι του και το δωμάτιο του.

  Ο Στέφανος ήταν ξαπλωμένος. Με δυσκολία, εξ αιτίας των τραυμάτων του, έστρεψε το κεφαλι του στην πόρτα. Η Δανάη έτρεξε γρήγορα και του κράτησε το χέρι. Τα μοισάνοιχτα μάτια του προσπάθησαν να κοιτάξουν στην πόρτα,  τον επισκέπτη. Έκανε να ανασηκωθεί μα οι πόνοι δεν του το επέτρεπαν. Ακούμπησε στο μαξιλάρι του βγάζοντας μια πνυχτή κραυγή πόνου.

  Ο Αλή πλησίασε διστακτικά το κρεβάτι. Σχεδόν κρύφτηκε πίσω από την Δανάη. Εκείνη στράφηκε προς το μέρος του.
-Πως τον βλεπεις; ρώτησε στεναχωρεμένα.
Κοίταξε εξεταστικά τον τραυματία, που ακόμα δεν φαινόταν να τον αναγνωρίζει, και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
- Δεν μπορώ να κάνω τίποτα ακόμα, σχεδόν ψιθύρισε και προσπάθησε να φύγει.
-Δοκίμασε, ακούστηκε με δυσκολία η φωνή του Στέφανου κάνοντας τον να σταματήσει. Δοκίμασε σε εμένα! Μην φοβάσαι μήπως κάνεις λάθος, έχω ήδη δει γιατρό και ξέρω. Δανάη πήγαινε έξω να με εξετάσει ο...γιατρός, είπε και φίλησε το χέρι της.
 
  Εκείνη υπάκουσε και βγήκε έξω. Έκλεισε την πόρτα αφήνοντας τους μόνους.
-Άντε, θα πεις και εσύ πως δεν είμαι καλά;
-Ε...εγώ είπα δεν ξέρω πολλά...Ακόμα μαθαίνω.
-Δεν είναι καμία επιστήμη. Και μόνο που με είδες το καταλαβαίνεις.
-Σωστό και αυτό, είπε και γέλασε αμήχανα.

Ο Στέφανος σαν να χαμογέλασε λίγο.
- Και δεν μου λες γιατρέ, την αρραβωνιαστικιά μου που την γνώρισες; ρώτησε προκειμένου να μάθει περισσότερα.
-Την αρραβωνιαστικιά σου; πετάχτηκε μη καταφέρνοντας να κρύψει την ενόχληση του. Με την Δανάη είμαστε φίλοι από παλιά.

  Η Δανάη αρραβωνιαστικιά του; απο που και ως που; σκέφτηκε. Ο αρραβώνας εγινε όταν ήταν παιδιά. Δεν είχε την ίδια ισχύ με το αν έγινε πρόσφατα. Εκτός εάν... Η ζήλεια του θα τον αποκάλυπτε. Αλλά δεν τον ενδιέφερε αν η Δανάη θα μάθαινε την αλήθεια. Δεν το σκεφτόταν. Το βλέμμα του έπεσε στο τραυματισμένο χέρι.
-Και δεν μου λες, που το χτύπησες;
-Αυτό, απάντησε και κοίταξε το χέρι, στο κυνήγι το χτύπησα. Εξοστράκισε το όπλο και...
-Με πυροβολισμό μου μοιάζει πιο πολυ, έκανε δήθεν πως δεν ήξερε και τον κοίταξε στα μάτια.

  Η ανάσα του άρχισε να βαραίνει και το πρόσωπο του να χλωμιάζει από τον φόβο. Η φωνή του ήταν γνώριμη, αλλά δεν μπορούσε να είναι αυτός. Αυτός ήταν φίλος της Δανάης, επιστήμονας αφοσιωμένος στο να σώζει ανθρώπους. Εκείνος στην χωροφυλακή ένα τέρας που διψούσε για αίμα. Δεν μπορούσε.

-Κ...Και δεν μου είπες...γιατρέ...Σχεδόν ψιθύρισε ταραγμένος. Π..πως σε ειπαμε;
-Αλή με λένε, γνωριζόμαστε από παλιά...







Μετά από πολύ καιρό...Νέο κεφάλαιοο! Συγνωμη που άργησα...

Τα σχόλια δικά σας για τα σημερινά...

Αν σας αρεσε μπορείτε να πατήσετε το αστεράκι κάτω αριστερά και να αφήσετε μια γνώμη. Μπορείτε επίσης να προτείνετε την ιστορία σε κάποιον φίλο σας ή και να με ακολουθήσετε γιατί με βοηθάει ❤αυτααα


 

 

 

 
 

Από αγκάθι βγαίνει ρόδοWhere stories live. Discover now